της Γρηγορίας Πανταζοπούλου,
δικηγόρου – ποινικολόγου
«Κάποιος έλεγε: Η δικηγορία είναι «προστασία» απόψεων! Ηταν γνωστό όμως ότι δεν αγαπούσε καθόλου τους δικηγόρους».
Αλ. Κατσαντώνης, 1998
Δε χωρεί αμφιβολία ότι για το ευρύ κοινό οι διασημότεροι των δικηγόρων είναι οι ποινικολόγοι. Τούτο δεν προξενεί εντύπωση με δεδομένη την επίδραση που ασκούν στην κοινή γνώμη οι πολύκροτες ποινικές υποθέσεις, τα εγκλήματα των εντολέων τους οποίους εκπροσωπούν. Οι απόψεις για αυτούς πολλές και διάφορες, με δεσπόζουσες μάλλον τις αρνητικές. Πόσο εύκολο είναι εξάλλου να αποφύγει ένας δικηγόρος την ταύτιση που αυτομάτως κάνει η κοινωνία μεταξύ συνηγόρου και πελάτη – ειδεχθούς εγκληματία;
Φυσικά υπάρχουν και εξαιρέσεις, ποινικολόγοι οι οποίοι χαίρουν καθολικής εκτίμησης και αναγνώρισης. Την πρώτη θέση κατέχει με διαφορά ο (πρόσφατα εκλιπών) καθηγητής Αλέξανδρος Κατσαντώνης.
Ο Αλέξανδρος Κατσαντώνης γεννήθηκε το 1927 και απεβίωσε στις 2 Μαΐου 2013 στην Αθήνα. Η οικογένειά του καταγόταν από τον ορεινό οικισμό Βάγγος, στο νομό Αρκαδίας. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, όπου και εργάστηκε στο γερμανικό Ινστιτούτο «Max Planck» για δώδεκα έτη. Δικηγόρος Αθηνών, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών έως το θάνατό του, διατηρούσε γραφείο στην περιοχή του Κολωνακίου.
Το 1956 εκπόνησε διατριβή με θέμα «Η συναίνεσις του παθόντος εν τω ποινικώ δικαίω» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1964 υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση του Υφηγητή του Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τελικώς επελέγη για τη θέση αυτή το 1968 και αργότερα ανακηρύσσεται καθηγητής Ποινικού Δικαίου. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στη διάσκεψη των υπουργών Δικαιοσύνης των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης με αντικείμενο τα ανθρώπινα δικαιώματα, συνοδεύοντας την αντιπροσωπεία της κυβέρνησης του στρατιωτικού καθεστώτος υπό τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Καλαμποκιά.
Η ακαδημαϊκή του ανέλιξη και η συμμετοχή του στα δημόσια πράγματα κατά τη διάρκεια της επταετίας του στοίχισε την ακαδημαϊκή του καριέρα. Το 1974 το Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο του επέβαλε την ποινή της διετούς παύσεως, οπότε απομακρύνθηκε από τη θέση του καθηγητή, στα πλαίσια της λεγόμενης «αποχουντοποίησης». Όταν έληξε η περίοδος της απομάκρυνσης από την πανεπιστημιακή του έδρα τον κάλεσαν να επιστρέψει, όμως εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Παρόλα αυτά διατήρησε μέχρι τέλους τον τίτλο του καθηγητή, με τον οποίο τον προσφωνούσε σχεδόν το σύνολο του νομικού κόσμου αλλά και τα ΜΜΕ, σε μια ένδειξη του κύρους και της επιστημονικής του κατάρτισης, που τον διέκρινε μεταξύ των ποινικολόγων. Σύμφωνα δε με μαρτυρίες, όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν απομακρύνει από την πόρτα του γραφείου του την ταμπέλα με τον τίτλο «καθηγητής» εκείνος απαντούσε καυστικά πως τη διατηρούσε διότι «Δυο τίτλοι άπαξ και κατακτήθηκαν δεν αφαιρούνται ποτέ στην Ελλάδα. Του καθηγητή και της πουτάνας».
Καθόσον η ακαδημαϊκή του πορεία διεκόπη, αφιερώθηκε ολόψυχα στη μάχιμη δικηγορία. Είχε ήδη γίνει γνωστός από την περιβόητη υπόθεση των σάπιων κρεάτων, με ιθύνοντα νου του σκανδάλου τον αντισυνταγματάρχη της χούντας Μιχάλη Μπαλόπουλο. Οι πολύκροτες υποθέσεις που χειρίζεται διαδέχονται η μία την άλλη: Από το 1976 ήταν συνήγορος υπερασπίσεως του δημοσιογράφου Σάββα Κωνσταντόπουλου, εκδότη, διευθυντή και αρθρογράφου της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος». Το 1985 ο Άρης Βουδούρης, εκδότης της εφημερίδος «Ελεύθερος Τύπος» τον όρισε βασικό νομικό σύμβουλο της και με τη διαθήκη του Βουδούρη ορίστηκε ισόβιο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος «Λίλιαν Βουδούρη». Διατέλεσε συνήγορος υπεράσπισης του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Γεωργίου Πέτσου στο Ειδικό Δικαστήριο, ενώ στη δίκη του Γιώργου Κοσκωτά είχε διαφωνήσει με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, καθώς ο Κατσαντώνης είχε ταχθεί κατά της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν συνήγορος της Αγγελικής Νικολούλη, η οποία με πρωτοσέλιδο στο «Εθνος» με τίτλο «Ιδού ο δολοφόνος» υποδείκνυε τον Περικλή Κοροβέση ως δολοφόνο του Παύλου Μπακογιάννη. Συμμετείχε ως συνήγορος πολιτικής αγωγής στην υπόθεση της δολοφονίας το Φεβρουάριο του 1994 της ερωμένης του επιχειρηματία Ιωσήφ Βαγιωνή, της φιλολόγου Νέλης Πίσχου, εκπροσωπώντας την οικογένεια του θύματος, όπου και αντιδίκησε με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, ο οποίος εκπροσωπούσε ως συνήγορος υπεράσπισης τον κατηγορούμενο επιχειρηματία. Οι εντός των δικαστικών αιθουσών αντιπαραθέσεις των δύο ποινικολόγων είχαν απασχολήσει και προβληθεί εκτενώς στον Τύπο και είναι έως σήμερα διαβόητες. Διατέλεσε συνήγορος υπεράσπισης της Κάτιας Γιαννακοπούλου στην υπόθεση της δολοφονίας του αρχιμανδρίτη Άνθιμου Ελευθεριάδη, και του μουσικοσυνθέτη Άκη Πάνου στην υπόθεση της δολοφονίας του εραστή της κόρης του Σωτήρη Γιαλαμά. Εκπροσώπησε τον Τιερί Ρουσέλ στην αντιδικία του με το Ίδρυμα «Αλέξανδρος Ωνάσης».
Έντονη η παρουσία του και στις δίκες των τρομοκρατών, πάντοτε όμως από την πλευρά της πολιτικής αγωγής: παραστάθηκε ως συνήγορος πολιτικής αγωγής για την οικογένεια Βερνάρδου στη δίκη του ΕΛΑ, όπου και πάλι η αντιπαράθεσή του με τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορούμενου Αγγελέτου Κανά, Αλέξη Κούγια, έμεινε ιστορική. Δε θα μπορούσε να λείπει από τη δίκη της «17 Νόεμβρη», όπου διατέλεσε συνήγορος πολιτικής αγωγής του πρώην υπουργού Ιωάννη Παλαιοκρασσά. Οι δικαστικές αίθουσες αντικατέστησαν τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, καθώς πλήθος δικηγόρων αλλά και φοιτητών νομικών σχολών συνέρρεαν στις δίκες που παρίστατο, για να τον ακούσουν να αγορεύει.
Τελευταία παρουσία του στις δικαστικές αίθουσες η συμμετοχή του ως συνηγόρου πολιτικής αγωγής (μαζί με τον Καθηγητή Χρ. Μυλωνόπουλο) της οικογένειας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στη δίκη των ειδικών φρουρών Β. Σαραλιώτη και Επ. Κορκωνέα. Και οι δύο συνήγοροι πολιτικής αγωγής παραιτήθηκαν το Μάρτιο του 2010 από την υπόθεση με γραπτή τους δήλωση, ύστερα από «αθεράπευτες αντιφάσεις» στις οποίες υπέπεσε κατά την επ΄ακροατηρίω κατάθεσή της μια εκ των βασικών μαρτύρων.
Αρθρογραφούσε συχνά στον τύπο και σε νομικά περιοδικά, ενώ με άρθρο του σε εφημερίδα το 2005, όπου στηλίτευε την «προκλητική απραξία των νόμων των σχετικών με το ξέπλυμα, αναφορικά με τη μη σύννομη συμπεριφορά δικηγόρων», που «φαίνεται να μην απασχολεί ιδιαιτέρως τις δικαστικές και κυρίως τις εισαγγελικές αρχές της χώρας», υποδεικνύοντας πως δικηγόροι ειδικεύονταν σε ποινικές υποθέσεις σχετικές με την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ελ. Ράικου και σηματοδότησε την έναρξη της εξάρθρωσης του παραδικαστικού κυκλώματος.
Ήταν αυστηρός, πολιτικά συντηρητικός, όχι όμως αντιδημοκρατικός, λένε όσοι τον γνώριζαν. Η διδασκαλία του, όπως αποτυπώνεται στα συγγράμματά του, ήταν αρκετά φιλελεύθερη για την εποχή: ταγμένος υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής στη χώρα και θιασώτης των σχετικών περί ποινής θεωριών, δεν πίστευε στην ποινή ως ανταπόδοση αλλά στη γενική και ειδική προληπτική λειτουργία της: «Η εκτέλεσις της ποινής … πρέπει να γίνεται με γνώμονα την ειδική πρόληψιν, ήτοι την επιδίωξιν της διαπαιδαγωγήσεως του συγκεκριμένου δράστου, ώστε ούτος βελτιούμενος να δυνηθή να επανενταχθή εις την κοινωνία, ως χρήσιμον αυτής μέλος … Η τοιαύτη λειτουργία της ποινής είναι πρωτεύουσα έναντι του εκφοβισμού και της αχρηστεύσεως του δράστου…».
Ο ίδιος δήλωνε πως ταυτιζόταν με τους πελάτες του όταν πίστευε πως είχε το δίκιο με το μέρος του, εντοπίζοντας σε αυτή την ταύτιση τη χαρά του επαγγέλματός του. Αντίθετα, δε δίσταζε να παραδέχεται δημοσίως, ακόμα και με κίνδυνο να βλάψει το «γόητρό» του ως ποινικολόγου, ότι του δεν του ήταν πάντοτε εύκολο να υπερασπιστεί τον εντολέα του όταν γνώριζε ότι είχε πράγματι διαπράξει το έγκλημα το οποίο του αποδιδόταν, με αποτέλεσμα να «κρατά» πολύ λίγες υποθέσεις σε σχέση με όσες του ζητούσαν να υπερασπιστεί. Ενδεικτικές αυτής της ηθικής θεώρησης του λειτουργήματός του είναι οι δηλώσεις που έκανε για «ομολογημένα» ένοχους εντολείς του: για την Κάτια Γιαννακοπούλου είχε δηλώσει πως σκότωσε «από απελπισία» για τον Άκη Πάνου ότι διέπραξε «έγκλημα τιμής, που έγινε υπό καθεστώς σύγχυσης και βρασμού ψυχικής ορμής».
Σε ηλικία 86 ετών απεβίωσε στην Αθήνα συνεπεία σοβαρών καρδιολογικών προβλημάτων. Σύμφωνα με την επιθυμία του, η σωρός του δεν τάφηκε αλλά αποτεφρώθηκε.
Αντί επιλόγου, ας κρατήσουμε μια φράση του, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κανόνας αναφοράς για τους συναδέλφους του ποινικολόγους ως προς τη θεώρηση του επαγγέλματός τους: «Η ποινική δίκη δεν είναι, ευτυχώς, αλληλοεξόντωση».
Κυριότερη βιβλιογραφία – αρθρογραφία
Ποινικόν Δίκαιον – Γενικόν Μέρος (Αθήναι : Γ. Παρισιάνος) : Η διδασκαλία περί εγκλήματος (1972), Αι μορφαί εμφανίσεως του εγκλήματος (1973), Η διδασκαλία περί ποινής και μέτρων ασφαλείας (1978)
Η αμέλεια εν τω ποινικώ δικαίω, 1963
Αι φιλοσοφικαί βάσεις της περί δικαίου αντιλήψεως του Ν. Χωραφά και η περί πράξεως διδασκαλία αυτού εντός των πλαισίων των περί πράξεως θεωριών, Ποινικά Χρονικά, τόμος ΙΗ΄, 1968
Η αναδρομικότης του επιεικέστερου ποινικού νόμου εν περιπτώσει εξωποινικής νομοθετικής μεταβολής, Ποινικά Χρονικά, τ.ΚΕ΄
Η μοιχεία και αι περιπτώσεις ατιμωρήτου αυτής (άρθρ. 357 Π.Κ.), Ποινικά Χρονικά, τ.ΚΖ
Ελευθερία και δίκαιο: τρείς απόψεις, Γ. Μαγκάκη, Ν. Παπαντωνίου, Α. Κατσαντώνη, Περιοδικό «Εποχές», 1965
Η συναίνεσις του παθόντος εν τω Ποινικώ Δικαίω, Διδακτορική Διατριβή, 1956
Πηγές
Εφημερίδα «Το Βήμα», ηλεκτρονική έκδοση, «30 + 1 ερωτήσεις», Αναστασία Πετράκη, 30/7/1998 http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=100951
Εφημερίδα «Το Βήμα», ηλεκτρονική έκδοση, «Απεβίωσε ο ποινικολόγος Αλέξανδρος Κατσαντώνης», 2/5/2013
http://www.tovima.gr/society/article/?aid=510892
Εφημερίδα «Η Καθημερινή», ηλεκτρονική έκδοση, «Έφυγε ο ποινικολόγος Αλέξανδρος Κατσαντώνης», 2/5/2013
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_02/05/2013_497037
Εφημερίδα «Το Έθνος», ηλεκτρονική έκδοση, «Πέθανε ο διακεκριμένος ποινικολόγος Αλέξανδρος Κατσαντώνης», Μαίρη Μπενέα, 3/5/2013
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=63822145
Εφημερίδα «Το Πρώτο Θέμα», ηλεκτρονική έκδοση, «Κηδεύτηκε ο Αλέξανδρος Κατσαντώνης», Δημήτρης Παγαδάκης, 7/5/2013
http://www.protothema.gr/greece/article/276702/khdeythke-o-aleksandros-katsantonhs/
Ιστότοπος «tvxs», «Γραπτή δήλωση παραίτησης των συνηγόρων της οικογένειας Γρηγορόπουλου», 16/3/2010
tvxs.gr/node/33677
Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια http://www.livepedia.gr/
«The art of crime», Τεύχος 1ο, Μάιος 2006 «Άκης Πάνου: Να’χα τη δύναμη να κάνω κάποιο λάθος», Διονύσης Χιόνης
http://www.theartofcrime.gr/index.php?pgtp=1&aid=1147792593
«The art of crime», Τεύχος 21ο, Μάρτιος 2012, «Κάτια Γιαννακοπούλου: Πυροβολώντας τον επίγειο Θεό της», Γρηγορία Πανταζοπούλου
http://www.theartofcrime.gr/index.php?pgtp=1&aid=1328655964
Αναδημοσίευση από το Περιοδικό The Art of Crime
Δυσκολεύομαι να καταλάβω τους λόγους αυτής της αφιερωματικής ανάρτησης. Είναι εμφανές ότι η συγγραφέας θαύμαζε τον εκλιπόντα. Τόσο πολύ μάλιστα, που προσπαθεί να κάνει και το άσπρο-μαύρο: επελέγη για τη θέση του υφηγητή επί χούντας, καθηγητής γίνεται επίσης επί χούντας, συμμετέχει με υπουργό της χούντας σε διάσκεψη υπουργών με αντικείμενο τα ανθρώπινα δικαιώματα-αλλά «δεν ήταν αντιδημοκρατικός, απλώς πολιτικά συντηρητικός». Ωραίο εύρημα. Να το χρησιμοποιούν όλοι όσοι επιλέγονται και ανελίσσονται στα πλαίσια δικτατορικών καθεστώτων: «δεν είμαι αντιδημοκρατικός, απλώς συντηρητικός».
Ως προς τις αναφερόμενες υποθέσεις τις οποίες ανέλαβε, φυσικά είναι κανόνας της δημοκρατίας ότι κάθε κατηγορούμενος, ανεξαρτήτως βαρύτητας αδικήματος, δικαιούται υπεράσπισης. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες υποθέσεις, στις οποίες, μπορείς (μετά το τέλος της δίκης) να ζητήσεις απ’ τον πελάτη σου να ανασκευάσει και να διορθώσει το λάθος του, αν με αυτό επλήγη κάποιος αθώος-και αν ο πελάτης δεν το κάνει, μπορείς να το κάνεις εσύ. Υπερασπιζόμενος την Νικολούλη για το απαράδεκτο πρωτοσέλιδο εναντίον του Κοροβέση, δεν θυμάμαι να ζήτησε συγνώμη εκ μέρους της πελάτισσάς του, και φυσικά, ουδέποτε ζήτησε συγνώμη και η ίδια η Νικολούλη. Άρα καλά έκανε η Νικολούλη και έγραψε όσα έγραψε;
Επαναλαμβάνω πως δεν καταλαβαίνω τους λόγους αυτής της ανάρτησης. Εκτός αν έχετε αποφασίσει να κάνετε αφιερώματα σε οποιονδήποτε γνωστό δικηγόρο, δικαστή, εισαγγελέα πεθαίνει. Οπότε θα μπορούσα να σκεφτώ αρκετούς και να σας στείλω τα ονόματά τους, ώστε να ετοιμαστούν τα αφιερώματα.
Αγαπητέ κ. Μαρκάκη, δεν θα διαφωνήσω μαζί σας. Έχω, κατ’ επανάλειψη, δηλώσει ότι κάθε άρθρο εκφράζει τις απόψεις του υπογράφοντος αυτό και όχι του blog ή της δημιουργού του. Κάποτε οι απόψεις συμπίπτουν, άλλοτε όχι. Σε ό,τι με αφορά, η επιλογή του συγκεκριμένου για αναδημοσίευση έγκειται μόνο στο ιστορικό κομμάτι της επαγγελματικής πορείας του Κατσαντώνη ως ποινικολόγου, καθώς ήταν δικηγόρος υπεράσπισης ή πολιτική αγωγή σε ορισμένες από τις πλέον πολύκροτες δίκες της Ελλάδας. Και το όνομά του, ασχέτως λόγων, είναι από τα «ηχηρά» της ιστορίας των λειτουργών της ελληνικής δικαιοσύνης. Εξάλλου ο χώρος των σχολίων είναι πάντα ανοιχτός για συζήτηση, διαφωνίες και αντικρούσεις απόψεων. 🙂
κυρία Κουλετάκη, απολύτως σύμφωνος μαζί σας. Και στα σχόλια πολλές φορές έχουν γίνει ενδιαφέροντες διάλογοι και αντιπαραθέσεις. Προσωπικά ελπίζω να υπάρξει απάντηση και από τη συγγραφέα του άρθρου, θα με ενδιέφερε η άποψή της, αυτό ωστόσο δεν εξαρτάται ούτε από εσάς, ούτε από εμένα.
Ετεροχρονισμένο (με καθυστέρηση ετών) αλλά δεν κρατιέμαι, θα το γράψω.
«Δυο τίτλοι άπαξ και κατακτήθηκαν δεν αφαιρούνται ποτέ στην Ελλάδα. Του καθηγητή και της πουτάνας».
Στην Ελλάδα μάλλον συγχέονται οι δυο τίτλοι, αφού και καθηγητές εκπορνεύονται και πουτάνες διδάσκουν.
Δυστυχώς, σε αυτό το άρθρο, θα συμφωνήσω με τον κύριο Μαρκάκη! Αλλά και εγώ πιστεύω ότι μόνο και μόνο για τη συμμετοχή του σε πολύκροτες δίκες που εξετάστηκαν απ’ το εν λόγω μπλογκ, αξίζει η παρουσία και αυτού του άρθρου εδώ, οπότε για αυτό πάτησα το κουμπί ότι μου αρέσει.