
Της Νίνας Κουλετάκη
Ο Ιούνιος του 1991 στην Ελλάδα, ήταν θερμός από όλες τις απόψεις. Στην πολιτική σκηνή της χώρας διαδραματίζονται σημαντικά γεγονότα. Από τη μία έχουμε την εξελισσόμενη διάσπαση του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, μετά την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ να ανακαλέσει την αντιπροσωπεία του κόμματος από τον ΣΥΝ. Από την άλλη ο Γιώργος Κοσκωτάς, μετά την αναγκαστική επιστροφή του στην Ελλάδα, καταθέτει ως μάρτυρας ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, για το μεγαλύτερο πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο της εποχής. Αυτές οι δύο υποθέσεις μονοπωλούν και το ενδιαφέρον του τύπου της εποχής αλλά και των δελτίων ειδήσεων σε δημόσια και ιδιωτικά ΜΜΕ.
Αυτά, όμως, μέχρι την 24η Ιουνίου του 1991, οπότε μια άλλη υπόθεση διεκδικεί και καταλαμβάνει την θέση της πρώτης είδησης στα δελτία όλων των τηλεοπτικών σταθμών και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ένα από τα πιο στυγερά και ανατριχιαστικά εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στην Ελλάδα, το οποίο παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα, αποκαλύπτεται πριν από 24 χρόνια στην Εκάλη. Φυσικά μιλώ για την δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη. Ο κυρίως ύποπτος, ο ταϊλανδός οικιακός βοηθός της οικογένειας, διέφυγε στην πατρίδα του και δεν έχει εκδοθεί στην Ελλάδα. Κανείς δεν δικάστηκε ούτε καταδικάστηκε ποτέ για το έγκλημα αυτό.

Τα θύματα και οι φερόμενοι ως δράστες
Η οικογένεια Χρυσαφίδη κατοικούσε σε μια πολυτελή βίλα στην Εκάλη, στο Νο 10 της οδού Θησέως. Ο πατέρας της οικογένειας, Μιχάλης Χρυσαφίδης, είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1943. Ήταν γνωστός βιομήχανος, με το εργοστάσιό του να βρίσκεται σε μια πάροδο της οδού Πειραιώς, και ιδιοκτήτης συνολικά έξι εταιριών, οι οποίες είχαν τζίρο πάνω από 600.000.000 δρχ. ετησίως. Ήταν παντρεμένος με την Ελίζαμπεθ (Λιζ), βρετανίδα υπήκοο, γεννημένη το 1942. Την οικογένεια συμπλήρωναν οι δύο γιοι του ζευγαριού, ο 18χρονος Γιώργος, μαθητής λυκείου γεννημένος το 1973 και ο 16χρονος Μιχάλης-Δημήτρης, επίσης μαθητής λυκείου, γεννημένος το 1975.
Ο οικιακός βοηθός της οικογένειας, ο «μπάτλερ» Πρασέρτ Σερτουσουάνα (Τάι), γεννήθηκε στην Μπανγκόκ το 1963 και ζούσε, ήδη, από πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Στην οικογένεια Χρυσαφίδη έπιασε δουλειά το 1989 και, σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων της οικογένειας, απολάμβανε εξαιρετικής μεταχείρισης, είχε δικό του δωμάτιο και θεωρούνταν μέλος της οικογένειας. Στην Ελλάδα είχε έρθει με την μητέρα του Κάνυα, που εργαζόταν στο σπίτι του αιγύπτιου πρέσβη στην Αθήνα, την θεία του (αδελφή της μητέρας του) Μαλιράτ ( Μαρλί) Χανχαντρέν, η οποία εργαζόταν επίσης ως οικιακή βοηθός, σ’ ένα σπίτι στην Γλυφάδα και την αδελφή του Σούντα. Δυο μήνες πριν από τις δολοφονίες ο Πρασέρτ παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ουαζίτα (Μπουμ) Κουνανουκρόν, η οποία δούλευε στο σπίτι της Μαρίας Πουλιάση, στη Βάρη. Όλοι οι εργοδότες των ανωτέρω αναφερομένων προσώπων, μίλησαν γι αυτούς με τα καλύτερα λόγια, μετά τα γεγονότα, κι εξέφρασαν την έκπληξή τους.

Οι τελευταίες θεάσεις των μελών της οικογένειας
Η Τετάρτη, 19 Ιουνίου, ήταν η τελευταία ημέρα που η οικογένεια Χρυσαφίδη θεάθηκε από φίλους και γνωστούς. Ο Αντώνης Γεωργιάδης, Διευθυντής Πωλήσεων στις επιχειρήσεις του Χρυσαφίδη (και ένας από τους τρεις άνδρες που ανακάλυψαν τα πτώματα της οικογένειας), κατέθεσε ότι η τελευταία φορά που είδε τον Μιχάλη Χρυσαφίδη, ήταν την Τετάρτη 19 του μήνα, στα γραφεία της εταιρίας. Την επόμενη ημέρα, Πέμπτη, ο Χρυσαφίδης δεν εμφανίστηκε στο γραφείο. Ο Γεωργιάδης τηλεφώνησε στο σπίτι της οικογένειας και το τηλέφωνο απάντησε ο Τάι, ο οποίος πληροφόρησε τον Γεωργιάδη ότι η οικογένεια είχε φύγει διακοπές και θα επέστρεφαν την άλλη Παρασκευή, 28 του μήνα. Από εκεί και μετά τα τηλέφωνα της βίλας Χρυσαφίδη βουβαίνονται και κανείς δεν απαντά στις κλήσεις του Γεωργιάδη.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, της Τετάρτης 19 Ιουνίου, η Αγγελική Παπαλεξανδράτου επισκέφτηκε τη φίλη της, Λιζ Χρυσαφίδη, στο σπίτι της στην Εκάλη. Εκεί ήταν όλη η οικογένεια, ο σύζυγος της, Μιχάλης και οι δύο γιοι τους. Μίλησαν για το πάρτυ που οργάνωναν για την κόρη της Παπαλεξανδράτου και γύρω στα μεσάνυχτα, η Παπαλεξανδράτου τους καληνύχτησε και αποχώρησε.
Κανείς δεν ξαναείδε τους Χρυσαφίδη ζωντανούς. Οι γείτονες διάβαζαν ένα χειρόγραφο σημείωμα τοποθετημένο στην εξωτερική πόρτα, όπου η οικογένεια υποτίθεται πως ενημέρωνε για απουσία της λόγω διακοπών. Ο κηπουρός της βίλας Χρυσαφίδη, Κυριάκος Κοίλιαρης, που ήρθε για να περιποιηθεί τον κήπο τον πρωί της 20ης Ιουνίου, πληροφορήθηκε το ίδιο από τον Σερτουσουάνα. Στην επόμενη επίσκεψή του δεν βρήκε κανέναν.

Τα παράλληλα, περίεργα, γεγονότα
Το πρωί της 19ης Ιουνίου, η σύζυγος του Ταϊλανδού, Ουαζίτα, πήγε στο σπίτι του Αιγύπτιου πρέσβη, όπου δούλευε η μητέρα του, Κάνυα. Ταραγμένη, η Ουαζίτα της είπε ότι ο πατέρας της ήταν σοβαρά άρρωστος και έπρεπε να ταξιδέψει άμεσα στην Μπανγκόκ για να τον δει. Έφυγαν μαζί και πήγαν να αγοράσουν αεροπορικά εισιτήρια για την Ταϊλάνδη. Έκλεισαν δύο, στο όνομα της Ουαζίτα και του συζύγου της.` Λίγο αργότερα, επισκέφτηκαν την αδελφή της Κάνυα, Μαλιράτ, για να της πουν ότι και ο δικός τους πατέρας ήταν άρρωστος και έπρεπε να φύγουν για την Ταϊλάνδη. Η Μαλιράτ τηλεφώνησε στους δικούς της και έμαθε ότι ο πατέρας της έχαιρε άκρας υγείας. Παρ’ όλα αυτά, την επόμενη η μέρα, η Κάνυα αγόρασε άλλα δύο εισιτήρια για Μπανγκόκ με 113 χιλιάδες δραχμές που δανείστηκε από τη δουλειά της.
Οι τέσσερίς τους έφυγαν για Ταϊλανδη την Παρασκευή, 21 Ιουνίου στις 5.40 το απόγευμα και δεν τους είδε ξανά κανείς.
Το βράδυ της Δευτέρας, 24 Ιουνίου, συναντήθηκαν έξω από το σπίτι ο ανιψιός του Χρυσαφίδη Αλέξανδρος Μακρίδης, ο γείτονάς του Βασίλης Σαλαπάτας και ο συνεργάτης του Αντώνης Γεωργιάδης. Ανήσυχοι μετά την ξαφνική και πολυήμερη απουσία του Χρυσαφίδη, αποφάσισαν να ερευνήσουν το σπίτι. Με τη βοήθεια του κλειδαρά Κώστα Αρκαδιανού, κατάφεραν να μπουν μέσα και αντίκρισαν ένα μακελειό.
Πολύ ενδιαφέρον αυτή η υπόθεση. Την είχα ακούσει από πολλούς το 1991 , αν και μικρός τότε , γιατί ο πατέρας μου , δούλευε κοντά στην περιοχή πού έγινε αυτό το ειδεχθές έγκλημα. Παρόλα αυτά οι λεπτομέρειες που περιγράφετε στο άρθρο σας είναι συγκλονιστικές. Θα περιμένω με αγωνία την συνέχεια.