Της Νίνας Κουλετάκη
Τον Μάρτιο του 1826 άρχισε η ερωτική σχέση της 24χρονης Maria Marten και του 22χρονου William Corder. Μόλις έναν χρόνο αργότερα, το μυστικό τους ρομάντσο θα τελείωνε με αίμα και θα αποτελούσε μια από τις πλέον διαβόητες υποθέσεις δολοφονίας στα εγκληματολογικά χρονικά της Αγγλίας.
Η Maria Marten γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου του 1801 στο Polstead του Suffolk και ήταν κόρη του Thomas Marten, ο οποίος εξασκούσε το επάγγελμα του εξολοθρευτή τυφλοποντίκων. Ήταν μια όμορφη νέα γυναίκα που χαιρόταν τη ζωή της και οι ελεύθερες σχέσεις με άνδρες της περιοχής είχαν ως αποτέλεσμα τη γέννηση δύο παιδιών. Το πρώτο από αυτά, ένα αγοράκι το οποίο είχε αποκτήσει με τον Thomas Corder, μεγαλύτερο αδελφό του William, πέθανε σε βρεφική ηλικία, ενώ το δεύτερο, ο μικρός Thomas Henry, ήταν ζωντανό όταν η Maria σχετίστηκε με τον William. Πατέρας του παιδιού ήταν ο Peter Matthews ο οποίος, αν και δεν είχε παντρευτεί τη Maria, έστελνε τακτικά χρήματα για το παιδί.

Ο William Corder, γεννημένος το 1803, ήταν γιος ενός αγρότη της περιοχής και είχε τη φήμη απατεωνίσκου και γυναικά. Στο σχολείο του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Αλεπού», λόγω του χαρακτήρα του. Έμπλεκε συνεχώς σε φασαρίες. Κάποτε πούλησε τα γουρούνια του πατέρα του εν αγνοία του. Παρόλο που ο πατέρας του διευθέτησε το θέμα με τον αγοραστή, χωρίς να ανακατέψει την αστυνομία, ο William δεν συνετίστηκε ούτε άλλαξε συμπεριφορά. Κάποια άλλη στιγμή πλαστογράφησε μια επιταγή και εισέπραξε το ποσό των 93 λιρών ενώ, σε μιαν άλλη περίσταση, συνεταιρίστηκε με τον ντόπιο ζωοκλέφτη Samuel «Beauty» Smith και έκλεψαν γουρούνια από ένα γειτονικό χωριό. Όταν ο Smith συνελήφθη, ρωτήθηκε για τον William και απάντησε προφητικά: «Είμαι σίγουρος ότι ο τύπος θα καταλήξει στην κρεμάλα, αργά ή γρήγορα».
Μετά την απάτη με τα γουρούνια, η οικογένεια έστειλε τον William στο Λονδίνο, αλλά τον κάλεσε εκ νέου στο Polstead όταν ο αδελφός του Thomas, προσπαθώντας να διασχίσει μια παγωμένη λίμνη, πνίγηκε καθώς έσπασε ο πάγος. Τους επόμενους 18 μήνες πέθανε τόσο ο πατέρας του όσο και οι τρεις αδελφοί του κι απέμεινε ο William με τη μητέρα του να διαχειρίζονται το αγρόκτημα. Την ίδια εποχή άρχισε και η ερωτική του σχέση με την Maria Marten. Το ζευγάρι επιθυμούσε να κρατήσει τη σχέση μυστική, αλλά το 1827 η Maria έφερε στον κόσμο το παιδί τους και ήθελε να επισημοποιήσει την σχέση τους με γάμο. Ο William δεν έφερε αντίρρηση κι όταν το μωρό πέθανε (αργότερα έγινε λόγος για δολοφονία του βρέφους) εξακολουθούσε να επιθυμεί να παντρευτεί τη Maria.
Εκείνο το καλοκαίρι, σε μια απογευματινή του επίσκεψη στο σπίτι της Maria, ο Corder της πρότεινε να τον συναντήσει στον Κόκκινο Αχυρώνα, ένα δημοφιλές μέρος στο Barnfield Hill, που βρισκόταν σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από το σπίτι των Marten. Το σχέδιο ήταν να βρεθούν εκεί και στη συνέχεια να φύγουν για το Ipswitch. Ο λόγος της φυγής ήταν ότι η Maria δεν έχαιρε εκτίμησης στην κοινωνία του Polstead, εξαιτίας της ελευθεριάζουσας συμπεριφοράς της και των παιδιών που είχε αποκτήσει εκτός γάμου. Ο Corder της είπε ότι είχε πληροφορηθεί πως είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψής της και πρότεινε την φυγή ως μόνη λύση. Στη συζήτηση αυτή ήταν παρούσα και η μητριά της Maria, Ann Marten.
Το ζευγάρι όρισε την αναχώρησή του για την Τετάρτη, 16 Μαΐου 1827, όμως ο Corder δεν εμφανίστηκε εκείνη την ημέρα, ούτε την επόμενη. Παρουσιάστηκε ξαφνικά στο σπίτι των Marten δυο ημέρες αργότερα, την Παρασκευή 18 Μαΐου 1827 και είπε στην Maria ότι έπρεπε να φύγουν αμέσως, καθώς η αστυνομία ερχόταν να τη συλλάβει. Όπως κατέθεσε αργότερα η Ann, παρούσα και σε αυτή τη συζήτηση, η Maria φοβόταν να βγει έξω στο φως της ημέρας κι έτσι ο Corder της πρότεινε να μεταμφιεστεί σε άντρα. Τα πράγματά της θα τα έπαιρνε εκείνος και οι δυο τους θα βρίσκονταν στον Κόκκινο Αχυρώνα όπου, πριν την αναχώρηση για Ipswitch, η Maria θα άλλαζε στα κανονικά της ρούχα. Η ανυποψίαστη κοπέλα ακολούθησε το σχέδιο κατά γράμμα. Ήταν και η τελευταία φορά που την είδαν ζωντανή.
Η Maria εξαφανίστηκε. Τις επόμενες ημέρες ο Corder ισχυριζόταν πως είχε φύγει πρώτη για το Ipswitch κι εκείνος θα ακολουθούσε. Είπε πως ο γάμος θα καθυστερούσε λίγο καθώς δεν ήθελε να προκαλέσει την οικογένειά του, η οποία ήταν σε πένθος από τους θανάτους του πατέρα και των αδελφών του Η οικογένεια της Maria, όμως, δεν είχε πειστεί κι οι ερωτήσεις άρχισαν να γίνονται πιεστικές, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει κι ο ίδιος την πόλη.
Για ένα διάστημα έστελνε επιστολές στην οικογένεια Marten, βεβαιώνοντάς τους πως με την Maria είχαν παντρευτεί και ζούσαν στο Isle of Wight. Έβρισκε διάφορες δικαιολογίες για να καλύψει το γεγονός της μη επικοινωνίας της ίδιας με τους γονείς της: πότε ήταν άρρωστη, πότε είχε χτυπήσει το χέρι της και δεν μπορούσε να γράψει, πότε είχε γράψει αλλά το γράμμα χάθηκε στον δρόμο.
Όσο ο καιρός περνούσε, τόσο οι υποψίες της οικογένειας Marten μεγάλωναν. Κι ήταν τότε που η Ann άρχισε να βλέπει περίεργα όνειρα. Ισχυριζόταν πως η Maria είχε δολοφονηθεί και βρισκόταν θαμμένη στον Κόκκινο Αχυρώνα. Στις 19 Απριλίου του 1828, ο πατέρας της Maria, για να καθησυχάσει τη γυναίκα του, πήγε μαζί της στον αχυρώνα. Η Ann του υπέδειξε ένα σημείο -συγκεκριμένα ένα σιλό αποθήκευσης σπόρων- κι ο Marten άρχισε να σκάβει, με αποτέλεσμα να βρεθεί μπροστά σε μια μακάβρια αποκάλυψη. Το –σε προχωρημένη αποσύνθεση αλλά ακόμη αναγνωρίσιμο- πτώμα της κόρης του, μέσα σε ένα μεγάλο σάκο σιτηρών.
Το πτώμα ήταν της Maria, χωρίς αμφιβολία. Η οικογένεια αναγνώρισε τα μαλλιά και κομμάτια από τα ρούχα της που είχαν διατηρηθεί. Ένα δόντι που είχε χάσει η κοπέλα έλειπε επίσης από τη γνάθο του πτώματος. Και, τέλος, το χαρακτηριστικό πράσινο μαντήλι του William Corder ήταν σφιχτά τυλιγμένο στο λαιμό του λειψάνου.
Ο Αστυνόμος Ayres, του Polstead, άρχισε την αναζήτηση για τον William, κάτι όχι ιδιαίτερα δύσκολο καθώς εκείνος δεν είχε ασχοληθεί με το να καλύψει τα ίχνη του. Μέσω ενός φίλου του William, εντόπισε τον ύποπτο για τη δολοφονία της Maria στο Λονδίνο. Έφυγε αμέσως για εκεί όπου, με τη βοήθεια του λονδρέζου αστυνομικού James Lea, ανακάλυψαν τη διεύθυνσή του.
Ο William Corder είχε δημιουργήσει μια νέα ζωή στο Λονδίνο. Είχε πρόσφατα παντρευτεί την Mary Moore, μια γυναίκα που είχε γνωρίσει μέσα από τη στήλη προσωπικών αγγελιών της εφημερίδας The Times. Μαζί της είχε αναλάβει τη διεύθυνση ενός οικοτροφείου γυναικών, γνωστού ως Everly Grove. Προκειμένου να τον πλησιάσουν χωρίς να υποπτευθεί κάτι, ελαχιστοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο να το σκάσει, ο Lea πήγε στο οικοτροφείο με την πρόφαση ότι έκανε μια έρευνα προκειμένου να διαλέξει το πλέον κατάλληλο για την κόρη του. Εκεί στρίμωξε τον William και τον ενημέρωσε για τις κατηγορίες. Ο Thomas Hardy, συγγραφέας και ποιητής, δημιουργός εξαιρετικών μυθιστορημάτων («Μακριά απ’ τ’ αγριεμένο πλήθος», «Η Τες των Ντ’ Υμπερβίλ», «Ο Δήμαρχος του Κάστερμπριτζ», «Τζουντ ο Αφανής» κ.α.), περιγράφει την σύλληψη του Corder από τον Lea στην εφημερίδα Dorset County Chronicle ως εξής: «Βρισκόταν στην τραπεζαρία του πρωϊνού με τέσσερις κυρίες. Φορούσε την ρόμπα του και στα χέρια του κρατούσε ένα ρολόι, με το οποίο χρονομετρούσε μερικά αυγά που έβραζαν».
Ο Corder αρνήθηκε οποιαδήποτε γνώση για τη δολοφονία της Maria. Οδηγήθηκε στο Suffolk και δικάστηκε στο Shire Hall Bury του St. Edmunds, όπου δήλωσε αθώος της κατηγορίας. Μέχρι τότε η είδηση είχε δημοσιευτεί σε όλες τις εφημερίδες, κάνοντας τον γύρο της χώρας και εξάπτοντας το κοινό. Κατά την διάρκεια της δίκης του, πλήθη περίεργων συνωστίζονταν στο δικαστήριο ενώ τα έντυπα έκαναν αναμετάδοση με όλες τις λεπτομέρειες. Τόσο μεγάλη ήταν η προσέλευση του κόσμου, ώστε αυτοί που κατάφερναν να μπουν στην αίθουσα το έκαναν μετά από κλήρωση.
Τα στοιχεία εναντίον του William Corder ήταν συντριπτικά. Η μητριά της Maria κατέθεσε όλα τα γεγονότα που οδήγησαν στον φόνο –την φυγή εξαιτίας μιας υποτιθέμενης δίωξης της γυναίκας από τις αρχές και την εξαπάτηση της Maria ώστε να πάει στον Κόκκινο Αχυρώνα. Ο πατέρας της μίλησε για την ανακάλυψη του πτώματος, ενώ ο μικρός της αδελφός κατέθεσε πως, την ημέρα της δολοφονίας, είχε δει τον Corder να κρατά ένα πιστόλι κι έναν κασμά. Ο Αστυνόμος Lea, κατά την έρευνα της κατοικίας του κατηγορουμένου είχε ανακαλύψει ένα πιστόλι, αρκετές ενοχοποιητικές επιστολές και ένα πλαστό γαλλικό διαβατήριο, γεγονός που αποδείκνυε την πρόθεση του Corder να διαφύγει.
Η ιατροδικαστική εξέταση δεν κατάφερε να προσδιορίσει με ακρίβεια την αιτία του θανάτου, καθώς το πτώμα βρισκόταν σε προχωρημένη αποσύνθεση. Επιπροσθέτως έφερε τραύματα από πυροβολισμούς, το μαντήλι του Corder βρισκόταν στο λαιμό και στο κρανίο υπήρχαν τραύματα από χτύπημα με κασμά. Οποιοδήποτε από τα τρία θα μπορούσε να είχε αποβεί μοιραίο για την Maria Marten.
Ως κίνητρο ο δημόσιος κατήγορος ανέφερε το γεγονός ότι η Maria γνώριζε πολλά για τις παράνομες δραστηριότητες του Corder. Επίσης μάρτυρες κατέθεσαν ότι τους είχαν ακούσει να καυγαδίζουν αναφορικά με την οικονομική στήριξη που προσέφερε ο πατέρας του άλλου παιδιού της Maria. Τέλος εγέρθησαν υποψίες και για τον θάνατο του βρέφους της Maria και του William, καθώς δεν βρέθηκαν στοιχεία για την ταφή του στο Sudbury, όπου υποτίθεται ότι είχε κηδευτεί, αλλά ούτε και οπουδήποτε αλλού.
Το σώμα των ενόρκων χρειάστηκε μόλις 35 λεπτά για να κρίνει τον William Corder ένοχο για την δολοφονία της Maria Marten. Ο δικαστής William Alexander του επέβαλε την ποινή του θανάτου δι’ απαγχονισμού και αποφάσισε το σώμα του να δωθεί στο ανατομείο για ιατρική έρευνα.
Αναμένοντας την εκτέλεσή του ο William, μετά και από παρότρυνση της γυναίκας του, του ιερέα και του διευθυντή των φυλακών, παραδέχθηκε την δολοφονία της Maria Marten.
Ισχυρίστηκε πως οι δυο τους καυγάδισαν και, κατά λάθος, την πυροβόλησε. Πρόσθεσε πως ο λόγος του καυγά ήταν ότι κάποιος είχε ανακαλύψει το πραγματικό σημείο όπου ήταν θαμμένο το παιδί τους. Στις 11 Αυγούστου του 1828 ο William Corder οδηγήθηκε στην κρεμάλα, μπροστά σε, τουλάχιστον, 10.000 άτομα. Μέχρι τότε η δολοφονία του Κόκκινου Αχυρώνα είχε ξεπεράσει τα σύνορα της Αγγλίας.
Μια ώρα μετά τον απαγχονισμό του, ο δήμιος John Foxton κατέβασε το άψυχο σώμα του Corder και το μετέφερε πίσω στην αίθουσα του δικαστηρίου, απ’ όπου πέρασαν να το δουν γύρω στις 5.000 άτομα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Cambridge, όπου και έγινε η ανατομία του παρουσία φοιτητών.
Δημιουργήθηκαν αρκετά αντίγραφα της νεκρικής μάσκας του Corder και ένα από αυτά υπάρχει στο Moyse’s Hall Museum, μαζί με διάφορα προσωπικά αντικείμενα του δολοφόνου.
Μετά το τέλος της ανατομίας το δέρμα του Corder αφαιρέθηκε και επεξεργάστηκε από τον χειρουργό George Creed και χρησιμοποιήθηκε για τη βιβλιοδέτηση ενός βιβλίου με τα γεγονότα της υπόθεσης.
Ο σκελετός του Corder συναρμολογήθηκε εκ νέου και χρησιμοποιήθηκε ως εποπτικό υλικό στο Νοσοκομείο του Suffolk, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε ως έκθεμα στο Hunterian Museum του Royal College of Surgeons of England, όπου και παρέμεινε μέχρι το 2004, οπότε και αποτεφρώθηκε.
Μετά τη δίκη και την εκτέλεση, διατυπώθηκαν ερωτηματικά αναφορικά με τα όνειρα της Ann και την τύχη του μωρού της Maria και του William. Καθώς η Ann ήταν μόνο ένα χρόνο μεγαλύτερη από τη Maria, κυκλοφόρησαν κουτσομπολιά ότι εκείνη και ο William είχαν σχέση κι αποφάσισαν από κοινού τη δολοφονία της Marten. Το γεγονός ότι τα όνειρα της Ann άρχισαν αμέσως μετά τον γάμο του Corder με τη Moore, ενίσχυσε την άποψη ότι όλα ήταν μια πρόφαση για να εκδικηθεί τον πρώην αγαπημένο της, αποκαλύπτοντας το σημείο που βρισκόταν το πτώμα της Maria.
Η υπόθεση είχε όλα τα στοιχεία για να εξάψει τη λαϊκή φαντασία και να κινήσει το ενδιαφέρον του κόσμου: έναν διεφθαρμένο γαιοκτήμονα, μια φτωχή κοπέλα, μια εμβληματική σκηνή φόνου, το στοιχείο του υπερφυσικού στα όνειρα της μητριάς και τη νέα ζωή που ετοίμαζε ο δολοφόνος για τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας τις προσωπικές αγγελίες των εφημερίδων. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μικρής βιομηχανίας γύρω από το συγκεκριμένο έγκλημα.
Υποτιθέμενες μπούκλες από τα μαλλιά της Maria Marten και κομμάτια από το σχοινί της αγχόνης του William Corder πουλήθηκαν σε συλλέκτες μακάβριων ενθυμίων. Το Polstead έγινε δημοφιλής τουριστικός προορισμός με τον Κόκκινο Αχυρώνα και το σπίτι των Marten να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών. Ο αχυρώνας σχεδόν ισοπεδώθηκε και τα ξύλα του χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αναμνηστικών και οδοντογλυφίδων. Έχασκε ερειπωμένος μέχρι το 1842, οπότε και κάηκε. Μέχρι και η ταφόπλακα της Maria δεινοπάθησε από τους τουρίστες, που έσπαγαν κομματάκια της για να τα κρατήσουν ως αναμνηστικά. Σήμερα μια πινακίδα δείχνει το σημείο όπου, περίπου, βρισκόταν ο τάφος της και ο κεντρικός δρόμος του χωριού φέρει το όνομά της.
Μοντέλα από πηλό και σκίτσα με εικόνες από την υπόθεση κατασκευάστηκαν και τραγούδια και λαϊκές όπερες δημιουργήθηκαν.
Θεατρικά έργα είχαν γραφεί και παίζονταν, ήδη από την εποχή που ο Corder περίμενε την διεξαγωγή της δίκης, κι ένα μελόδραμα με θέμα τον φόνο δημοσιεύτηκε από ανώνυμο συγγραφέα μετά την εκτέλεση. Η δολοφονία στον Κόκκινο Αχυρώνα ήταν ένα δημοφιλέστατο θέμα της εποχής και ο James Catnach, ένας εκδότης της εποχής, πούλησε περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα μονοσέλιδες εφημερίδες, στις οποίες έδινε στοιχεία για την υπόθεση και τη δίκη, καθώς και μια μπαλάντα που, υποθετικά, είχε συνθέσει ο Corder στη φυλακή. Το πιθανότερο είναι ότι την είχε γράψει ο ίδιος ο Catnach ή ένας από τους συνεργάτες του.