Οι ληστές – 1. Οι Ρετζαίοι και η ληστεία της Πέτρας Ι

του Γιάννη Ράγκου

Τον Ιούνιο του 1926, στην περιοχή Πέτρα (μεταξύ της Πρέβεζας και των Ιωαννίνων) σημειώθηκε μία από τις εντυπωσιακότερες, αλλά και πιο αιματηρές, ληστείες στα ελληνικά ποινικά χρονικά. Οι δράστες ήταν δέκα σεσημασμένοι ληστές της εποχής, αλλά πίσω από την επιχείρηση υπήρχαν τα επιτελικά σχέδια των διαβόητων αδελφών Γιάννη και Θύμιου Ρέ(ν)τζου

Αριστερά, ο Θύμιος και δεξιά, ο Γιάννης Ρέτζος, σε σκίτσο της εποχής

Στις 7.30 το πρωί της Κυριακής 13 Ιουνίου 1926, μπροστά στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας στην Πρέβεζα, παρατηρήθηκε ζωηρή κίνηση. Ένα ναυλωμένο ιδιωτικό επιβατικό αυτοκίνητο, που είχε φτάσει την προηγουμένη ημέρα από τα Ιωάννινα, σταμάτησε μπροστά στο κτίριο. Ένας άντρας, συνοδευόμενος από τέσσερις χωροφύλακες, μπήκε στο υποκατάστημα και λίγα λεπτά αργότερα ξαναγύρισε κρατώντας δύο μεγάλες τσάντες, που περιείχαν το μυθώδες για την εποχή ποσό των 15 εκ. δρχ. Ο άντρας αυτός ήταν ο υποταμίας του υποκαταστήματος Χαρίτων Καρπούζης και είχε αναλάβει τη μεταφορά των χρημάτων στα Ιωάννινα. Ο ταμίας τοποθέτησε τις τσάντες σε ένα άδειο ξύλινο κιβώτιο, που βρισκόταν στην οροφή του αυτοκινήτου, και μαζί με δύο συναδέλφους του, τους τέσσερις χωροφύλακες και τον οδηγό ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Στο αυτοκίνητο είχαν επιβιβαστεί, ακόμα, και δύο προσωπικοί φίλοι του διευθυντή του υποκαταστήματος της Τράπεζας στα Ιωάννινα: ο έμπορος Β. Παπαγεωργίου και ο Β. Λαζαρίδης.

Γύρω στις 8.30 το πρωί και ενώ το αυτοκίνητο βρισκόταν στη θέση «Πέτρα», σε απόσταση 30 χλμ. από την Πρέβεζα (κοντά στο χωριό Λούρος της Φιλιππιάδας), ο οδηγός του αυτοκινήτου διέκρινε έναν κορμό δέντρου, τοποθετημένο κάθετα στο δρόμο, φράζοντας τη δίοδο. Αμέσως, μείωσε ταχύτητα και ταυτόχρονα ενημέρωσε τους επιβάτες. Αλλά πριν αυτοί προλάβουν να αντιδράσουν, το αυτοκίνητο δέχτηκε καταιγιστικά πυρά από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι πρώτες σφαίρες τραυμάτισαν θανάσιμα τον οδηγό Απ. Δράκο και κτύπησαν τη μηχανή και τα ελαστικά του αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα αυτό ακυβέρνητο να κυλήσει προς τα πίσω και να σταματήσει ανάποδα σ’ έναν κορμό δέντρου, σε βάθος τριών μέτρων από το δρόμο. Οι εννιά επιβάτες, εγκλωβισμένοι στο αυτοκίνητο, προσπάθησαν να ανταποδώσουν τα πυρά, αλλά η «μάχη» ήταν άνιση. Μετά από λίγα λεπτά, πέντε από τους επιβάτες ήταν νεκροί, ενώ ο ένας χωροφύλακας και ο ένας τραπεζικός υπάλληλος βαριά τραυματισμένοι. Ο Β. Λαζαρίδης, μετά τις πρώτες ομοβροντίες πήδηξε από το αυτοκίνητο, ενώ μαζί του πήδηξε και ο χωροφύλακας Λιβαδίτης, αλλά αμέσως δέχτηκε καταιγισμό πυρών. Ωστόσο, αν και τραυματισμένος, κατάφερε να ξεφύγει τρέχοντας στην πυκνή βλάστηση προς τον ποταμό Λούρο.

Το αυτοκίνητο της χρηματαποστολής (με το όνομα «Περσεφόνη») αναποδογυρισμένο και με σκασμένα τα λάστιχα από τις σφαίρες, στα πρανή του δρόμου.

Όταν οι δράστες διαπίστωσαν πως δεν υπήρχε, πλέον, καμία αντίσταση, κατέβηκαν από τους γύρω λόφους και πλησίασαν το αυτοκίνητο. Αποτελείωσαν τον τραυματία τραπεζικό υπάλληλο (λέγεται ότι τον αποκεφάλισαν με… γιαταγάνι), απέσπασαν τις δύο τσάντες με τα χρήματα και απομακρύνθηκαν προς το δάσος της περιοχής. Ο Β. Λαζαρίδης γλίτωσε επειδή θεωρήθηκε νεκρός, καθώς ήταν σκεπασμένος με πτώματα και γεμάτος αίματα. Αργότερα, θα διηγηθεί ο ίδιος: «Σαν άρχισαν να βγαίνουν από το πεσμένο αυτοκίνητο οι υπάλληλοι της Εθνικής έπεσαν νεκροί πάνω μου. Εγώ πεσμένος ανάμεσα στα κορμιά των άλλων έκανα τον πεθαμένο και γλίτωσα. Μόλις τελείωσε αυτός ο χαμός πλησίασαν πέντε άτομα με στρατιωτικές στολές, κουκούλες και πηλίκια. Ένας τους φόραγε χωριάτικα ρούχα και μιλούσαν ξένη γλώσσα, μία δική τους, που δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Ο Παπαγεωργίου ζούσε όταν όρμησαν στο αυτοκίνητο και άρχισαν να σχίζουν με σουγιάδες τις βαλίτσες. Άκουσα τον Βασίλη (σ.σ.: Παπαγεωργίου) να τους παρακαλά να μην τον σκοτώσουν, μα όμως ένας από αυτούς τον έσπρωξε και εκείνη την στιγμή άκουσα μια τουφεκιά. Έκτοτε δεν ξανάκουσα τη φωνή του. Όταν τελείωσαν το μάζεμα των χρημάτων, χωρίς να βιάζονται, άρχισαν να ανηφορίζουν το βουνό προς τον Προφήτη Ηλία».

Σκαρίφημα της περιοχής, στην οποία έγινε η επίθεση και η ληστεία της χρηματαποστολής (από το περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά», τεύχ. 133, 1/12/1958). Με σταυρό σημειώνεται το σημείο της επίθεσης, ενώ με το βέλος η πορεία που ακολούθησαν οι δράστες κατά τη διαφυγή τους.

Λίγα λεπτά αργότερα, ένα δεύτερο αυτοκίνητο με τρεις (κατ’ άλλους τέσσερις) χωροφύλακες πλησίαζε, τυχαία, στο σημείο και οι επιβάτες του είδαν τους ληστές να απομακρύνονται. Αλλά αντί να τους καταδιώξουν, έσπευσαν στη γειτονική κωμόπολη της Φιλιππιάδας, όπου ενημέρωσαν τις αρχές για τα γεγονότα.

Έρευνες για τους δράστες

Τις επόμενες ώρες, στον τόπο της ληστείας κατέφθασαν πολυάριθμα αποσπάσματα της χωροφυλακής και του στρατού, ενώ δύο συντάγματα «παραστρατιωτικών» σωμάτων χτένισαν όλη την περιοχή για την ανεύρεση των δραστών. Παράλληλα, δημιουργήθηκε μια ελεγχόμενη ζώνη 20 χιλιομέτρων γύρω από το σημείο της ληστείας και απαγορεύτηκε στους κατοίκους της Πρέβεζας, της Άρτας και των Ιωαννίνων να μετακινηθούν έξω από αυτή. Αναφέρει ο Ν. Ι. Πάνος στο βιβλίο του «Ρεντζαίοι – ‘’Οι βασιλείς της Ηπείρου»»: «Το έργο της επίβλεψης ανέλαβε ο Διοικητής της Μεραρχίας, Μέραρχος Διαλέτης, ενώ το Αρχηγείο Χωροφυλακής στην Αθήνα, κατόπιν σύσκεψης με ανώτερα στελέχη του, θεώρησε σοβαρότατο το ζήτημα και αποφάσισε να σταλεί στην περιοχή ικανό στέλεχος να συντονίσει την όλη επιχείρηση. Στη σύσκεψη αυτή θεωρήθηκε απαραίτητο να ενημερωθεί το Υπουργείο Εσωτερικών και την ενημέρωση ανέλαβε ο Κοκκαλάς (Αρχηγός τότε της Χωροφυλακής). Έρχεται σε επαφή με την Κυβέρνηση Πάγκαλου και αποφασίζουν να στείλουν στην Ήπειρο τον Συνταγματάρχη Γάσπαρη ως επόπτη».

Η είδηση της ληστείας στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Εμπρός» στις 14 Ιουνίου 1926

Οι πληροφορίες που είχαν δώσει οι διασωθέντες Β. Λαζαρίδης και Λιβαδίτης ήταν περιορισμένες: ανέφεραν μόνο ότι η συμμορία ήταν πολυμελής και πως οι ληστές φορούσαν στρατιωτικά ρούχα. Ο υποδειγματικός σχεδιασμός και εκτέλεση της ληστείας, αλλά και οι πληροφορίες που γνώριζαν οι ληστές για την επικείμενη χρηματαποστολή και το προκαθορισμένο δρομολόγιο, δημιούργησαν έντονο προβληματισμό στις διωκτικές αρχές.

Εντούτοις, οι επόμενες ημέρες χαρακτηρίστηκαν από σημαντικά ανακριτικά λάθη και επικάλυψη αρμοδιοτήτων από τις ποικίλες υπηρεσίες οι οποίες βρίσκονταν εκεί, που αντί να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητας των δραστών συσκότισαν ακόμα περισσότερο την υπόθεση. Παράλληλα, σημειώθηκε πογκρόμ προσαγωγών και προσωρινών συλλήψεων χιλιάδων χωρικών της περιοχής (κάποιοι τους υπολογίζουν στους 7.000!), οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στο χωριό Λούρος και ανακρίθηκαν επί δεκαήμερο, χωρίς αποτέλεσμα. Προκειμένου να τους αποσπάσουν κάποια πληροφορία, οι αρχές χρησιμοποίησαν βία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλέσουν την οργή και τις διαμαρτυρίες των κατοίκων, του Τύπου αλλά και εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου! Είναι χαρακτηριστικά όσα σημειώνει ο Ν. Παπαδημητρίου στο βιβλίο του «Η δακτυλοσκοπία»: «Το αποτέλεσμα ήτο να εξαρτηθή το παν, είτε από την αλάνθαστον μέθοδον (!), το ανηλεές δηλαδή μαστίγωμα και τας κακώσεις παντός προσώπου, όπερ κατά την κρίσιν των καταδιωκτικών αρχών εγνώριζεν ή ηδύνατο να γνωρίζη τι περί των δραστών, είτε από τας πληροφορίας πληροφοριοδοτών (!), παλαιών ως επί το πλείστον εγκληματιών, οίτινες πολλάκις παρείχον σκοπίμως και υποβολιμιαίας πληροφορίας προς παραπλάνησίν των. (…) Αι ενέργειαι του αφιχθέντος επίτηδες Συνταγματάρχου Γ. [Γάσπαρη] ατυχείς και βίαιοι, συντελούσιν ίνα μη τολμώσι και οι γνωρίζοντες γεγονότα τινά να καταθέσωσι ταύτα καθ’ ότι ο παρακολουθών τον Γ. υπ.[ομοίραρχος] Μ. [Μακρυγιάννης] και αυτός ο Γ. δέρουσι τους μάρτυρας, ίνα αποκαλύψωσιν όλην δήθεν την αλήθειαν, ενώ ό,τι εγνώριζον το κατέθετον… Δέρεται μέχρι αιματώσεως ο εις των αδελφών Κ. και δια λακτισμών καταρρίπτεται εκ των κλιμάκων του οικήματος, ένθα ελάμβανον χώραν τα βασανιστήρια του μεσαίωνος και όμως, ως μη γνωρίζων ουδέν, ουδέν καταθέτει (…)».

Κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, στην αυλή του δημοτικού σχολείου Λούρου, περιμένουν να εξεταστούν από τις αστυνομικές αρχές

Στο κλίμα αυτό, τις πρώτες μέρες το μοναδικό αποτέλεσμα των καταδιωκτικών αποσπασμάτων ήταν ο εντοπισμός και η εξάρθρωση στις 20 Ιουνίου της μικρής ληστοσυμμορίας του Ι. Παππά, που δρούσε στην περιοχή. Κατά την συμπλοκή, ο Ι. Παππάς αν και τραυματισμένος κατάφερε να διαφύγει, ενώ το κεφάλι του ληστή Ι. Δόση που σκοτώθηκε στη μάχη, μεταφέρθηκε για να εκτεθεί -όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή- σε κοινή θέα στην πλατεία του χωριού Λούρος.

Στις 24 Ιουνίου, ο ηγούμενος της μονής του Προφήτη Ηλία, που βρίσκεται κοντά στο σημείο της ληστείας, Παπα-Γιάννης (κατά κόσμο, Ιωακείμ Νάκιος, που στο παρελθόν είχε λάβει μέρος σε απελευθερωτικούς αγώνες της περιοχής και αργότερα ήταν μέλος ληστρικών συμμοριών), μετά από επίμονη ανάκριση, η οποία σύμφωνα με φήμες συνοδεύτηκε και από βασανισμούς, αποκάλυψε τα εξής:

«Δυο μέρες προ της ληστείας (…) ήλθαν στο Μοναστήρι μου 7 ή 8 ληστές που φορούσαν στρατιωτικές στολές και μου ζήτησαν να τους φιλοξενήσω για λίγες μέρες. Πρόσφερα καταφύγιο σ’ αυτούς και από τις διάφορες συζητήσεις που είχα μαζί τους μου ανακοίνωσαν ότι θα έκαναν μια καλή επιχείρησι από την οποία και ‘γω θα είχα ωφέλεια, αρκεί να μη μιλούσα. (…) Την Κυριακή το πρωί, ξεκίνησαν όπως μου είπαν για την επιχείρησι. Σε λίγη ώρα άκουσα ομοβροντίες πυροβολισμών προς το δρόμο και νόμισα ότι περνούσε κανένα καραβάνι γάμου. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι ήταν αυτοί που πυροβολούσαν. Μετά από λίγη ώρα γύρισαν στο Μοναστήρι κρατώντας δυο-τρία σακκούλια. Άνοιξαν ένα από αυτά και μούδωσαν ένα δέμα με χαρτονομίσματα, σαν αμοιβή για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερα. Μου ζήτησαν μετά πολιτικά ρούχα, τους έδωσα και αφού τα φόρεσαν άφησαν τις στρατιωτικές στολές και έφυγαν προς άγνωστη διεύθυνσι. (…) Όταν έφυγαν μου είπαν να μη μιλήσω για όσα είδα και άκουσα γιατί η τύχη μου ήταν γνωστή (…)» (από την επίσημη κατάθεση του ηγούμενου Παπα-Γιάννη στις αστυνομικές αρχές).

Ο Ι. Νάκιος ή Παπά-Γιάννης

Με βάση τις πληροφορίες του ηγούμενου και άλλα στοιχεία που είχαν εν τω μεταξύ κατορθώσει να συγκεντρώσουν, οι αστυνομικοί εξακρίβωσαν την ταυτότητα των οκτώ δραστών, αλλά και των οργανωτών της ληστείας που δεν ήταν άλλοι από τους περιβόητους αδελφούς Γιάννη και Θύμιο Ρέ(ν)τζο (γνωστοί ως Ρετζαίοι ή Ρεντζαίοι). Οι αδελφοί Ρε(ν)τζαίοι είχαν δημιουργήσει θρύλο γύρω από το όνομά τους κι έτσι μετά την αιματηρή ληστεία της Πέτρας, η σύλληψή τους αποτέλεσε ζήτημα τιμής για τις αστυνομικές, στρατιωτικές και ανακριτικές αρχές. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ο Θύμιος ήταν παρών κατά τη διάρκεια της επιχείρησης (χωρίς να συμμετάσχει ενεργά) και, αμέσως μετά, έσπευσε να απομακρυνθεί με άλογο και να φτάσει γρήγορα σε κοντινό χωριό, ώστε να δημιουργήσει άλλοθι. Ταυτόχρονα, έγινε γνωστό ότι ο αδελφός του Γιάννης είχε παρακολουθήσει την κηδεία των θυμάτων (!), η οποία πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου στα Ιωάννινα. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο διαβόητος λήσταρχος της εποχής Λάμπρος Στάθης και ο Δ. Παππάς ή Μερεμέτης. Ο τελευταίος συνελήφθη τις επόμενες μέρες μαζί με τους Κ. Μητροκώστα, Ανδ. Κάτση, Φερεντίνο, Κ. Δόση και Αντ. Καψάλη και μεταφέρθηκαν στις φυλακές Ακραίου, στα Ιωάννινα. Στους συλληφθέντες ήταν και ο Πάπα-Γιάννης της μονής του Προφήτη Ηλία, που θεωρήθηκε ότι προσπαθούσε να παραπλανήσει την αστυνομική έρευνα.

Σημειώνεται ότι στην Ήπειρο, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, η ληστρική δράση ήταν συχνότατο φαινόμενο, που εντάθηκε τη δεκαετία 1920. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τοπική εφημερίδα «Ήπερος» την 1η Ιανουαρίου 1926 ενημέρωνε τους αναγνώστες της πως «έπαυσε πλέον αναγράφουσα τα καθημερινά ληστρικά κρούσματα, άτινα ήδη δεν διαπράττονται κατ’ άτομον, αλλά κατά φάλαγγα!…» Ο αντίκτυπος του γεγονότος σε όλη τη χώρα ήταν τόσο ισχυρός ώστε στις 10 Δεκεμβρίου 1926, το θέμα αυτό όπως και το γενικότερο ζήτημα της ληστοκρατίας ήρθε προς συζήτηση στη Βουλή. Στην αγόρευσή του, ο βουλευτής Γ. Αθανασιάδης – Νόβας, ο οποίος είχε παρακολουθήσει το ρεπορτάζ της ληστείας ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Πολιτεία» τόνισε, μεταξύ άλλων, πως «εις την Ήπειρον επικρατεί η κατάστασις αφόρητος ψυχικώς και ηθικώς. Άπαντες ομιλούσιν εκεί πάνω περί μεγάλων και υψηλών προσώπων, τα οποία κρατούν τα μυστικά νήματα της ληστοκρατίας. (…) Είναι τούτον τόσον ευρέως πιστευτόν ώστε κι αν δεν είναι αληθές, μολύνει την ατμόσφαιραν, διαφθείρει την Κοινωνίαν, κλονίζει το κύρος του Κράτους. Δια τούτο (…) η αποδεικτική διαδικασία του εγκλήματος τούτου πρέπει να προσλάβη όλην την απαιτούμενην ευρύτητα, να είναι η δίκη των δικών, δεδομένου άλλωστε ότι με την ληστείαν της Πέτρας σχετίζονται όλα τα επίλεκτα πρόσωπα του πανθέου της ληστείας (…)» («Αι αγορεύσεις του Ελληνικού Κοινοβουλίου 1909 – 1956», σελ. 200 – 203).

Χαρακτηριστικοί, σχετικά με τη «σύνδεση» της δράσης των Ρε(ν)τζαίων με τους πολιτικούς κύκλους και τις αρχές ασφαλείας, είναι οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι της εφημερίδας «Η Καθημερινή» στις 24 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους: «Ρετζαίοι, Οι βασιλείς της Ηπείρου – Οι Ρετζαίοι παρακαλούνται να υποστηρίξουν τον καφανταρικόν συνδυασμόν κατόπιν όμως προσχωρούν εις την ‘Δημοκρατικήν Ένωσιν’ του κ. Παπαναστασίου – Οι λησταί έχουν άδειαν οπλοφορίας και κυκλοφορούν πάνοπλοι, τρομοκρατούντες τον κόσμον – Αρχαί, κόμματα, κυβερνήσεις, μετέχουσαι των σκανδάλων».

Συνεχίζεται

7 σκέψεις σχετικά με το “Οι ληστές – 1. Οι Ρετζαίοι και η ληστεία της Πέτρας Ι”

  1. Μανιάνα, έτσι και καλύτερα! Οι ληστές της εποχής εκείνης ήταν, ξέρεις, η πρώτη μορφή «οργανωμένου εγκλήματος» στην Ελλάδα!

  2. Μπα, κοίτα να δεις! Ώστε και στην Ελλάδα υπήρχε κάποτε ένα είδος Μαφίας.

Σχολιάστε