Οι ληστές – 2. Φώτης Γιαγκούλας

Του Arvanitis

Όταν ήμασταν παιδιά αγαπημένο παιγνίδι ήταν το «κλέφτες και αστυνόμοι». Πάντα με γοήτευε να παίρνω τον ρόλο του κλέφτη συνεπαρμένος από θρύλους για λήσταρχους παλικάρια , που βοηθούσαν τους φτωχούς που τους αγαπούσαν οι κόμισσες και πέθαιναν με μπαμπεσιά.

Βέβαια μεγαλώνοντας ανακάλυψα ότι οι πραγματικοί λήσταρχοι είναι άλλοι (τράπεζες , πολιτικοί , μεγαλοδικηγόροι κλπ κλπ)
Αλλά τα πρόσωπα αυτά , Νταβέλης, Κακαράπης, Γιαγκούλας , Αρβανιτάκηδες και άλλοι , όλοι τους παιδιά της φτώχειας της αδικίας αλλά και της αναρχικής νοοτροπίας τους, έχουν εισχωρήσει στην περιοχή του μύθου και παραμένουν ακόμη γοητευτικά.
Για τον μύθο αυτόν, γίνονται ληστές για να εκδικηθούν την κοινωνία που λόγω χαμηλής καταγωγής τους είχε καταφρονέψει. Κάποιες φορές, τις περισσότερες ίσως , η προφανής αφορμή είναι η εκδίκηση για ένα φόνο. Κάποιες άλλες, η «άτιμη η κοινωνία » τους αρνείται το δικαίωμα να στεφανωθούν το ταίρι που αγαπούν ­και η εκδίκηση στην περίπτωση αυτή είναι τρομερή και προϋποθέτει τον φόνο του αντεραστή – γαμπρού, των γονιών της νύφης ή και της ίδιας της άπιστης. Όλοι τους τελικά έβαλαν τα κεφάλια τους στον ντορβά.

old_photos16.jpg

Ο Φώτης Γιαγκούλας γεννήθηκε στα 1900 στο χωριό Λιβαδερό του νομού Κοζάνης. Στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων ξεκίνησε τη ζωή του ληστή. Ήταν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μια περίοδο που η ζωοκλοπή ανθούσε, όταν ο Φώτης κατηγορήθηκε από συγχωριανούς του ότι χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή και υπαίτιος ήταν αυτός . Ισχυρίστηκε ότι ήταν αθώος (ποιος ξέρει?) αλλά τον πιάσανε και τον οδήγησαν στη Λάρισα. Τέσσερις μήνες έμεινε εκεί στη φυλακή και με κάποια χρήματα που έδωσε αποφυλακίστηκε . Δεν ξαναγύρισε στο χωριό και πήρε τον «κακό τον δρόμο».

Ένα χρόνο μετά ένας φίλος του Γιαγκούλα αγαπούσε μια κοπέλα από τον Πολύραχο αλλά ενώ το κορίτσι τον ήθελε για άντρα της, δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αρνιόταν να τη δώσει ο πατέρας της, ο οποίος, σε καμιά περίπτωση δεν θα ενέκρινε αυτό το γάμο.
Ο Γιαγκούλας λοιπόν, έλυσε ένα βράδυ για πάντα το πρόβλημα κόβοντας το κεφάλι του γέρου. Ένα τέτοιο γεγονός στις κλειστές κοινωνίες δεν μένει κρυφό Η αστυνομία σύντομα εξακρίβωσε το δράστη και ένα μήνα αργότερα περικύκλωσε το κονάκι που κρυβόταν και τον συλλαμβάνει για δεύτερη φορά.

Τον πήγανε στις φυλακές της Αίγινας και εκεί παρέμεινε δύο χρόνια μετά ίσως γιατί θεώρησαν ότι οι φυλακές αυτές δεν ήταν πολύ ασφαλείς για το Γιαγκούλα και κάτω από δυνατή αστυνομική ακολουθία ξεκίνησαν να τον πάνε σιδηροδέσμιο στο Γεντί Κουλέ . Λίγο πριν τη γέφυρα Μπαμπά κοντά στη Λάρισα το τρένο ελάττωσε την ταχύτητα του, ο Γιαγκούλας ξέφυγε από τη επιτήρηση και πήδηξε από το τρένο μαζί με τις βαριές του αλυσίδες. Οι χωροφύλακες έμειναν να τον παρακολουθούν να την κοπανάει και να μην κάνουν τίποτε. Ο Φώτης λοιπόν, κουβάλησε τις αλυσίδες του όλον τον μακρύ δρόμο μέχρι τα Σέρβια, όπου εκεί τις έκοψε ένας σιδεράς..

Μετά τη απόδραση του από το τρένο πήγε μια μέρα στο Μεταξά να ζητήσει ένα κορίτσι, που το αγαπούσε πολύ καιρό, την Ευαγγελία. Αλλά ο πατέρας της δεν ήθελε να τη δώσει σε ληστή κι έτσι ο Γιαγκούλας την απαγάγει και ζει μαζί της στο λημέρι του κλέβοντας τους περαστικούς και ότι άλλο έβρισκε πρόχειρο στα γύρω χωριά.

Κάποια μέρα πήγε στα Σέρβια και τυχαία συνάντησε τον αστυνόμο Σούλιο, ο οποίος επέστρεφε στο σπίτι του στο Μεταξά. Ο Σούλιος ήταν ο άνθρωπος που τον συνέλαβε και τον έχωσε φυλακή πριν τρία χρόνια.
«Ο Γιαγκούλας λοιπόν, είδε και αναγνώρισε το μισητό αστυνόμο, τον χαιρέτησε και την επόμενη στιγμή τον αποκεφάλισε. Μετά έβαλε το κεφάλι του στη μέση δρόμου και τοποθέτησε ένα σημείωμα επάνω στα μαλλιά του, σ’ αυτό εξηγούσε γιατί μίκραινε τη ζωή και το σοιμιΐ του Σούλιου. Το σημείωμα αυτό πρέπει να υπάρχει ακόμη στο δικαστήριο. Μετά από αυτό, άρχισε η αστυνομία να τον κυνηγάει πιο επίμονα.» (μαρτυρία του αδερφού του.)

Κατά μια άλλη εκδοχή τον Σούλιο το σκότωσε υπερασπιζόμενος την τιμή μιας εξαδέλφης του ονόματι Μαρίας. Όπως και να έχει στα 1920 ο Φώτης Γιαγκούλας είναι διάσημος πια , με όλη την αστυνομία στο κατόπιν του και την αμοιβή για το κεφάλι του να εκτινάσσεται από 20.000 στις 600.000 δραχμές ποσό αστρονομικό για την εποχή.

Λέγεται πως πριν φύγει από τα παλιά του λημέρια, πήγε στο Μεταξά και έδωσε στον παπά με την παρουσία του δημάρχου και τριών δημοτικών συμβούλων, 6.000 δραχμές για να χτίσουν με τα χρήματα αυτά μία εκκλησία και να της έδιναν το όνομα του. Μετά από ένα χρόνο όταν ο Γιαγκούλας επέστρεψε δεν είχε γίνει τίποτα. Ανακάλυψε γρήγορα τι είχε γίνει η δωρεά του. Οι πέντε κύριοι είχαν μοιραστεί τα χρήματα. Τελικά ο καθένας απ’ τους πέντε πήρε το μερτικό του. Σε μια νύχτα ο Γιαγκούλας αποκεφάλισε και τους πέντε.

Στις ράχες του Ολύμπου ο ρωμαλέος και μοβόρος Γιαγκούλας φτιάχνει ευκαιριακές συμμορίες με άλλους του σιναφιού. Τους Τζαμίτρα, Πάνο Μπαμπάνη και Λεωνίδα Μπαμπάνη και μοιράζεται την επικράτεια της Θεσσαλίας με τον διαβόητο ληστή Μήτρο Τζατζά.
Στο ενεργητικό του Γιαγκούλα καταχωρούνται πάνω από 20 φονικά.

Το 1925 απαγάγει δύο επιφανείς Λαρισαίους, που τους μεταφέρει στον Όλυμπο ζητώντας λύτρα. Προδίδεται όμως από το ληστή Αγριόκωτσο και περικυκλώνεται από καταδιωκτικό απόσπασμα 30 ανδρών.
Στη συμπλοκή ο Γιαγκούλας τραυματίστηκε από τον ενωμοτάρχη Καλιογούρα που τον αποτέλειωσε με δύο σφαίρες στην κοιλιά.
Μαζί του σκοτώθηκε ο Τζαμίτρας και ο Πάνος Μπαμπάνης, ενώ παραδόθηκε ο Λεωνίδας Μπαμπάνης. (Ο τελευταίος αργότερα δραπέτευσε και ξαναβγήκε στο κλαρί.)

Ο βασιλιάς των Ορέων περνά στην ιστορία. Τα κεφάλια των σκοτωμένων κρεμάστηκαν στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης και αργότερα μεταφέρθηκαν και μουμιοποιήθηκαν στο μουσείο Ιατροδικαστικής.

1bis6b.jpg

Από το Athens Indymedia
Γιατί αγαπήθηκε ο Γιαγκούλας (και ο κάθε Γιαγκούλας)

Ας δούμε από επιστολή του προς αξιωματικό του στρατού που βασάνιζε χωρικούς για να τον καταδώσουν:
« Τι πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους, αφού βρε γαλονάδες, γαμώ τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένεια σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσομε. Τι φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Λοιπόν, τώρα δεν ήθελα να σε σκοτώσω ούτε εσένα ούτε και τους άλλους κωρωνάδες. Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσης τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τα άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Και αυτή την στιγμή σε καλούμεν να έλθης να πολεμήσωμε εδώ πάνω στον Προφήτην Ηλίαν…»

Ο Φώτης Γιαγκούλας γεννήθηκε στο Μεταξά Σερβίων γύρω στο 1900. Σαν παιδί, μεγάλωσε κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Αυτό ίσως να τον οδήγησε εκείνα τα χρόνια, της ανέχειας σε κάποια αυγοκλοπή, από όπου και του έμεινε στους πολέμιούς του και το παρατσούκλι «κλεφτοκοτάς». Μεγαλώνοντας όμως διακρίθηκε για την λεβεντιά του σε τέτοιο βαθμό που έγινε σύντομα γνωστός, στην γύρω περιοχή. Επί τουρκοκρατίας δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα, λόγω της περιοχής καταγωγής. Στα Χάσια από όπου προέρχεται «τούρκος κι αν μπήκε, δεν βγήκε», όπως περήφανα λένε μέχρι και σήμερα στην περιοχή. Διάλεξαν οι κάτοικοι την περιοχή αυτή επειδή ήτανε φτωχή, και άγρια, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η συντήρηση οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή, αλλά και όπου προσπάθησαν να εμφανιστούν, ή σφαγιάστηκαν, ή έφυγαν πανικόβλητοι. Κοντά σε αυτό το ελεύθερο σκηνικό, έρχεται να προστεθεί και η Ληστεία, η οποία τότε αποτελούσε την κυριότερη μορφή αντίδρασης στους κατακτητές. Μετά την σταδιακή απελευθέρωση περιοχών, πολλοί ήτανε εκείνοι που δεν κατάλαβαν το νόημα αυτής της νέας διακυβέρνησης, αφού η φυσική τους παιδεία του όριζε να ζουν χωρίς φόρους, και ότι άλλο σου επιβάλλει μία έννομη κοινωνία.
Ο θρύλος λέει πως μία ξαδέρφη του, πολύ όμορφη, με την απελευθέρωση και μετά την εγκατάσταση των πρώτων φρουρών, στην περιοχή, έγινε στόχος κάποιου χωροφύλακα. Παρά την αποτροπή του ανωτέρου του, ότι είναι δηλαδή ξαδέρφη του Φώτου, και να έχει το νου του, αυτός δεν αρκέστηκε στα απλά πειράγματα, αλλά αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι ακόμα πιο απαγορευμένο και φρικτό.
Αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτήν την βλακεία, παρά πήρε φουσκωμένη φόρα, και διαλάλησε στο χωριό, το κατόρθωμα. Η κοπέλα, πνιγμένη στην ντροπή φυσικά και δεν θα μιλούσε, αλλά μίλησε αυτός. Έχοντας υπ΄όψιν ο διοικητής τις πρώτες επαφές του Γιαγκούλα με τον Γκαντάρα, έστειλε τον ανόητο χωροφύλακα, συστημένο κατά κυριολεξία, στην Αθήνα, μήπως και τον σώσει. Η διοίκηση τον ανέλαβε κακήν κακώς, και τον τοποθέτησε Εύζωνα στο Παλάτι. Όταν ο Γιαγκούλας έμαθε το τεράστιο κατόρθωμα του χωροφύλακα, κατέβηκε με τα πόδια στην Αθήνα, και απλώς έσφαξε τον φρουρό-βιαστή, την ώρα που φύλαγε τα ανάκτορα! Όπως καταλαβαίνει εύκολα κανείς, η κίνηση αυτή, δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί προσωπική επίθεση, αλλά επίθεση κατά του θεσμού.
Το θράσος του ανθρώπου αυτού, έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά, για να αποτραπούν οι όποιες μέλλουσες παρόμοιες ανδραγαθίες.
Επικηρύσσεται, και βγαίνει στα βουνά όπου και ανήκε και τα γνώριζε.

Προσφιλής επίδοση των ληστών ήταν πάντοτε οι απαγωγές. Έτσι και ο Γιαγκούλας απήγαγε κάποιον γιατρό από την Λάρισα. Αφού τον μετέφερε στο άντρο του, τον κράτησε στέλνοντας εντολή για λύτρα στην γυναίκα του με την υπογραφή, «βασιλιάς των ορέων». Αυτή δεν έστειλε τα λύτρα, γιατί μικροπαντρεμένη με τον ηλικιωμένο γιατρό, προτίμησε μάλλον την χηρεία από πολύχρονη καταδίκη. Ξαναέστειλε άλλη εντολή με την οποία ζητούσε μεγαλύτερο ποσό. Τίποτε. Στην τρίτη του προσπάθεια και για να πείσει την ανόητη γυναίκα της έστειλε με την εντολή για ακόμα μεγαλύτερο ποσό, και το αφτί του άντρα της. Αυτή άκαμπτη προτίμησε τον βραχύ θρήνο από την απώλεια του ποσού. Ο Γιαγκούλας αποφασίζει να διδάξει στον γιατρό οικιακή οικονομία, και αφού τον έκανε μαύρο στο ξύλο, του υπέδειξε τον δρόμο για το σπίτι του, όπου τον έστειλε να επιβάλει την τάξη στην γυναίκα του. Βέβαια για να σιγουρευτεί πως θα φτάσει και εγκαίρως του χάρισε, και ένα μουλάρι.

Μία φορά ένας Παντζαράς στο όνομα, φορτωμένος με ένα δεμάτι ξύλα, προσπαθούσε να διαβεί ένα στενό μονοπάτι. Αλλά επειδή συναντήθηκε με το Γιαγκούλα και τα παλλικάρια του, στην προσπάθεια να κάνει στην άκρη τον πήρε το βάρος και έπεσε στο πλάι. Ο Γιαγκούλας στάθηκε, και του πέταξε ένα πουγγί. Του παρήγγειλε να αγοράσει δύο μουλάρια. Το ένα του ζήτησε να το ονομάσει Περικλή (σύντροφος του) και το άλλο Φώτο (το όνομα του). Και συνέχισε. Ο Παντζαράς έκανε ότι του είπε ο Φώτος. Όταν κάποτε ανακρίθηκε για τον Γιαγκούλα, σχετικά με το που κρύβεται αρνήθηκε να καταδώσει τον ευεργέτη του λέγοντας πως είχαν τα πράγματα. Απόγονοι του συγκεκριμένου ανθρώπου ζούνε σήμερα στην Βέροια.

Κατά τα χρόνια της δράσης του λέγεται ότι προίκησε πολλές φτωχές κοπέλες και γενικότερα βοήθησε πολύ τους φτωχούς της περιοχης του. Ο Γιαγκούλας έιχε σαν έμβλημα όπως και άλλοι ληστές της εποχής μία καρδία που είχε μέσα της έναν ιππότη. Άλλοι λένε πως ήτανε ο Αη Γιώργης, άλλοι πως ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος.
Κάποτε ανέβηκε κλιμάκιο στην περιοχή του για ενέδρα. Το προηγούμενο βράδυ ο Γιαγκούλας πήγε και τους βρήκε σε κάποιο καπηλειό, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν ποιός είναι. Αφού ήπιε και τσούγκρισε μαζί τους ρώτησε ποιος είναι ο επικεφαλής για να ξέρει ποιον θα σκοτώσει.
Κατηγορήθηκε, εννοείται χωρίς να δικαστεί, για 20 φόνους.
Αγαπημένη του μεταμφίεση Παπάς.
Τον συνέλλαβαν δύο φορές αλλά δραπέτευσε και τις δύο, η δε εξωτερική του ομορφιά θεωρούνταν παροιμιώδης (βλέπετε και κρίνετε).
Το ποσό επικήρυξής του 600.000 δρχ.

Μία άλλη απαγωγή σήμανε το τέλος του Γιαγκούλα. Ομηροι δύο ξαδέρφια, ο τότε φοιτητής της Ιατρικής Νικόλαος Ράπτης και ο πολύ μικρότερος Δημήτρης, σύμφωνα με τη μυθιστορία, τα παιδιά των Τερζάδων που ήταν προύχοντες στον Ολυμπο.
Ψηλά στον Ολυμπο, εν αναμονή των λύτρων, οι ληστές βρίσκονται περικυκλωμένοι από απόσπασμα της χωροφυλακής. Θα ακολουθήσει ολοήμερη μάχη όπου και θα σκοτωθούν ο Γιαγκούλας και κάποιοι από τους συντρόφους του.. Όταν πυροβολήθηκε στην συμπλοκή, από τον μοίραρχο Ι.Πετράκη, τον ακούσε να φωνάζει, «τον έφαγα παιδιά βαράτε και τους άλλους». Εκείνος βρήκε δύναμη και φώναξε:
» Μου κλάσατε τ’αρχίδια κύριε Μοίραρχε».
Την επομένη, 21 Σεπτεμβρίου 1925, το κεφάλι του στολίζει τα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης.

Η παραφιλολογία γύρω από τον Γιαγκούλα, δεύτερο σε φήμη μετά τον Νταβέλη, είναι ογκωδέστατη. Ολοσέλιδα άρθρα και ρεπορτάζ με φωτογραφίες στις εφημερίδες, αφού ανέκαθεν και όχι μόνον επί των ημερών μας οι δημοσιογράφοι κυνηγούν το αίμα. Ακόμη, μαρτυρίες ομήρων που επέζησαν, ολόκληροι ή ακρωτηριασμένοι, καθώς η αποκοπή των αφτιών και των δαχτύλων ήταν συνήθεις αβαρίες. Τέλος, όπως ο κάθε αξιοπρεπής λήσταρχος, ενέπνευσε και ο Γιαγκούλας λαϊκά μυθιστορήματα. Γνωστότερα τα βιβλία του Μιχαήλ Ανδρουλή, άνευ λοιπών βιογραφικών στοιχείων, που ζώντος του Γιαγκούλα κυκλοφορούσαν σε φυλλάδια με φωτογραφίες-ντοκουμέντα και εξαίσιες ζωγραφιές του Σωτήρη Χρηστίδη. Πρώτος τίτλος, «Ο ασύλληπτος λήσταρχος Γιαγκούλας και η Χρύσω». Στη συνέχεια, οι τίτλοι γίνονται περισσότερο κρυπτικοί και λόγω της απαγόρευσης του Θ. Πάγκαλου.

(Τα περισσότερα στοιχεία του αφιερώματος είναι από εξιστορήσεις του εγγονού της ανηψιάς του).

Συνέντευξη του αδερφού του Γιαγκούλα, Κωνσταντίνου, στην Judith Konig.

«Νομίζω ότι ο αδελφός μου ο Φώτης, γεννήθηκε 1900. Εγώ ήμουν έξι χρόνια μεγαλύτερος και γεννήθηκα περίπου το 1894. Στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων ξεκίνησε τη ζωή του ληστή.

Ήταν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μια περίοδο που έκλεβαν συχνά πρόβατα, κι, γαϊδουριά και άλογα. Εάν πιανόταν οι κλέφτες έπρεπε να πληρώσουν μεγάλη ποινή. Πιο σκληρός ο νόμος όταν έκλεβαν άλογα. Μεγαλώσαμε στο Μεταξά στη γειτονιά μας όμως έμεναν μερικοί άνθρωποι που δε βλέπανε με καλό μάτι την οικογένεια μας.

Όταν λοιπόν, χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή, ορι­σμένοι απ’ αυτούς κατηγόρησαν στο δικαστήριο τον α­δελφό μου ότι τα είχε κλέψει. Έτσι θέλανε να ντροπιά­σουν την οικογένεια μας.

Ήξερα καλά το Φώτη και ήξερα ότι δεν το είχε κάνει αυτός. Παρ’ όλα αυτά τον πιάσανε και τον οδήγησαν στη Λάρισα. Τέσσερις μήνες έμεινε εκεί στη φυλακή και τότε με ειδοποίησε η αστυνομία για 1.000 δραχμές μπορού­σα να τον βγάλω μέχρι να γίνει το δικαστήριο. Αμέσως πήγα με τα χρήματα και τον έβγαλα από τη φυλακή. Αλλά ο Φώτης δεν ήθελε να ξαναγυρίσει μαζί μου στο Μεταξά φοβόταν μήπως τον καταδικάσουν, ενώ ήταν α­θώος και έτσι άρχισε η περιπλάνηση του». «Πότε σκότωσε τον πρώτο άνθρωπο;» «Περίπου ένα χρόνο μετά τη φυγή του. Ζούσα τοπ στο Πολύραχο, γιατί το κορίτσι που είχα σ’ αυτό το διάστημα παντρευτεί, είχε εκεί σπίτι.

Στο ίδιο χωριό ζούσε ένας φίλος του Γιαγκούλα που αγαπούσε την κόρη ενός γείτονα μας. Και το κορίτσι τον ήθελε για άντρα της, αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αρνιόταν να τη δώσει ο πατέρας της, ο οποίος, σε καμιά περίπτωση δεν θα ενέκρινε αυτό το γάμο. Ο Για·γκούλας λοιπόν, έλυσε ένα βράδυ για πάντα το πρόβλημα κόβοντας το κεφάλι του γέρου. Η αστυνομία σύντομα εξακρίβωσε το δράστη και αφού δεν μπορούσε να τον πιάσει, συλλάβανε εμένα και με πήγανε στις φυλακές στην Κοζάνη.

Μετά από μερικούς μήνες έπρεπε να πάω με την συνοδεία ενός χωροφύλακα στο Πολύραχο, γιατί είχαν ανακαλύψει ότι ο Φώτης κρυβόταν εκεί σ’ ένα σπίτι. Ο Πρόεδρος, ο παπάς, ο χωροφύλακας και ο Σούλιος ο αρχηγός της αστυνομίας στο Μεταξά με πήγανε στο μέρος όπου βρισκόταν ο Γιαγκούλας. Κατόρθωσαν να τον περικυκλώσουν και αφού ο αδερφός μου είδε ότι με είχαν πάει εμένα σαν όμηρο, παραιτήθηκε από τη σκέψη να χρησιμοποιήσει βία και παραδόθηκε γιατί δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή μου. Αμέσως τον δέσανε και ο αρχηγός της αστυνομίας, ο Σούλιος, που μόνο εξαιτίας του πλούτου του βρισκόταν σ’ αυτήν τη θέση είπε σαρκαστικά:
«Βγείτε όλοι έξω να τον σκοτώσω!»
«Τώρα που είναι δεμένος δεν αφήνω κανέναν να τον σκοτώσει», απάντησε ο χωροφύλακας και παρέμεινε. Ο Γιαγκούλας κοίταξε με μίσος τον Σούλιο στα μάτια και του είπε:
«Σε είκοσι χρόνια που θα βγω από τη φυλακή, θα έρ­θω και θα σου κόψω το κεφάλι!»
Τον πήγανε στις φυλακές στο νησί Αίγινα. Μετά όμως από δύο χρόνια θεώρησαν ότι οι φυλακές αυτές δεν ήταν πολύ ασφαλείς για το Γιαγκούλα και κάτω από δυνατή αστυνομική ακολουθία τον πήγανε στη Θεσ/νίκη. Όταν λίγο πριν τη γέφυρα Μπαμπά κοντά στη Λάρισα το τρέ­νο ελάττωσε την ταχύτητα του, ο Γιαγκούλας πήδηξε από το τρένο μαζί με τις βαριές του αλυσίδες. Οι χωροφύλακες από την έκπληξη τους έμειναν να τον παρακολουθούν και να μην κάνουν τίποτε. Ο Φώτης λοιπόν, κουβά­λησε τις αλυσίδες του όλον τον μακρύ δρόμο μέχρι τα Σέρβια, όπου εκεί τις έκοψε ένας σιδεράς, τον οποίο αργότερα αντάμειψε πλούσια.
Ο Κώστας ε’κανε ένα μικρό διάλειμμα για να πιει λίγο από τον καφέ του, όταν ξαφνικά καταλάβαμε ότι δεν είμασταν πλέον δύο άτομα που τον ακούγαμε. Είχαν μαζευτεί όλοι οι επισκέπτες του καφενείου γύρω μας για να ακούσουν τις ιστορίες του Γιαγκούλα.

Δυστυχώς όμως, τώρα ο Κώστας θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα να μας πάει και στο σπίτι του και σηκωθήκαμε να φύγουμε.

Στο σπίτι μας περίμενε η γυναίκα του, που προσπαθούσε εκείνη την ώρα να ανάψει τη σόμπα και έτσι μας δινόταν εμάς η ευκαιρία να παρατηρήσουμε το χοίρο γύρω μας.

«Αυτή είναι η μικρότερη μου κόρη, στον πόλεμο την είχαν πάει στην Ουγγαρία, όπου ζει τώρα και είναι παντρεμένη με έναν Έλληνα. Ίσως την επισκεφθώ φέτος.

Αυτή είναι η μεγαλύτερη μου κόρη, που ζει στα Σέρβια και εδώ και δεκαπέντε χρόνια είναι χήρα».

Ο Κώστας λέγοντας αυτά, μας έδειχνε τις φωτογραφίες που κρέμονταν στον τοίχο.

«Έχετε και εσείς μια φωτογραφία του Γιαγκούλα;», τον ρωτήσαμε.

Η γυναίκα του, έσκυψε αμέσως κάτω από το κρεβάτι και έβγαλε μια κορνιζομένη φωτογραφία. Αναγνωρίσαμε τη φωτογραφία που είχαμε δει στο φωτογράφο και το είπαμε στον Κώστα.

«Α ναι, ήρθε πριν από μερικές μέρες και με ρώτησε αν μπορούσα να τον βοηθήσω να βγάλει λίγα χρήματα. Εδώ είναι και οι φίλοι του Γιαγκούλα».

Μας έδειξε μια καρτ-ποστάλ όπου κάθονταν τέσσερις άγριοι άνδρες με μακριά μαλλιά, μουστάκια και ντουφέ­κια. Ο Κώστας μας έδειξε τον έναν απ’ αυτούς, ο οποίος μ’ αυτά τα μαλλιά και τα γένια έμοιαζε σαν ερημίτης.

«Αυτός είναι ο Θωμάς Καντάρας, ο οποίος το 1918 έ­σκαψε μια τρύπα στο κελί του στις φυλακές της Λάρισας και βγήκε στην τουαλέττα, απ’ όπου και δραπέτευσε, έ­τσι βρέθηκε με το Γιαγκούλα.

Αυτοί οι τέσσερις συνεργάστηκαν μόνο τρία χρόνια με τον αδελφό μου, μετά αποκεφαλίστηκαν». «Ο Γιαγκούλας ήταν παντρεμένος;». «Μετά τη απόδραση του από το τρένο πήγε μια μέρα στο Μεταξά να ζητήσει ένα κορίτσι, που το αγαπούσε πολύ καιρό, την Ευαγγελία. Αλλά ο πατέρας της δεν ήθελε να τη δώσει σε ληστή κι έτσι ο Γιαγκούλας αναγκάστηκε να την απαγάγει. Την πήγε στη σπηλιά του που βρίσκεται σε δρόμο για την Ελασσόνα. Νομίζω ότι ο μοίραρχος Καφάσσης, ο παλιός αστυνόμος στα Σέρβια, τους πάντρεψε εκεί επάνω. Ίσως να τον ξέρετε, μένει δί­πλα στην ταβέρνα του Παναγιωτίδη και πέρυσι έχασε το μοναδικό του γιο σε δυστύχημα».

«Ο Γιαγκούλας και η γυναίκα του είχαν μόνο αυτή τη σπηλιά για κατοικία;».

«Ναι. Από το λημέρι του μπορούσε να επιβλέπει το δρόμο για τη Λάρισα και εάν είχε διάθεση σταματούσε το αμάξι ενός πλούσιου ταξιδιώτη και του έπαιρνε ό,τι μπορούσε να του πάρει. Με τα χρήματα που έπαιρνε, βοηθούσε τους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια, βοη­θούσε μικρούς αγρότες στην αγορά ζώων και γης ή τα δώριζε στην εκκλησία.

Δυστυχώς, δεν ξέρω πολλά γι’ αυτή την εποχή.

Μόλις δραπέτευσε από τη φυλακή, εμένα και την οικογένεια μου, μας στείλανε στην εξορία, για να μη μπορεί κανείς να τον βοηθήσει. Στη Σκόπελο ήμασταν τριάντα άτομα, οι υπόλοιποι εκατόν εβδομήντα των συγγε­νών μας ήταν σκορπισμένοι σε άλλα νησιά».

«Τι έγινε αλήθεια, με τον αρχηγό της αστυνομίας, που είχε απειλήσει;».

«Μετά τη φυγή του ο Γιαγκούλας κατέβαινε συχνά σε μικρά χωριά. Όταν μια μέρα πήγε στα Σέρβια συνάντη­σε τον Σούλιο, ο οποίος επέστρεφε στο σπίτι του στο Μεταξά. Ο Σούλιος στην αρχή δεν τον γνώρισε, γιατί είχε να τον δει τρία χρόνια».

Η γριά είχε επιτέλους ανάψει τη σόμπα και παρουσιάστηκε μπροστά μας μ’ ένα φορτωμένο δίσκο που ανήκει εξίσου στα ελληνικά έθιμα της επίσκεψης, όπως το «καλώς ορίσατε».

Η Αγγελικά κι εγώ ήπιαμε στην υγεία του πεθαμένου ληστή και αρχίσαμε τα χίλια χρόνια που θα ‘πρεπε να ζή­σουμε σύμφωνα με την ευχή της οικοδέσποινας μας, με ένα ποτηράκι γλυκό λικέρ. Μετά καταπιαστήκαμε μ’ ένα ζαχαρωμένο σύκο, το γλυκό του κουταλιού που ξεγλι­στρούσε απ’ το κουταλάκι, ήπιαμε μια γουλιά παγωμένο νερό και σκουπιστήκαμε με την ανάποδη του χεριού. Μόνο αφού ήπιε και ο Κώστας το τσίπουρο του, άρχι.οι να αφηγείται τη συνέχεια της σταματημένης ιστορίας.

«Ο Γιαγκούλας λοιπόν, είδε και αναγνώρισε το μισητό αστυνόμο, τον χαιρέτησε και την επόμενη στιγμή τον αποκεφάλισε. Μετά έβαλε το κεφάλι του στη μέση δρόμου και τοποθέτησε ένα σημείωμα επάνω στα μαλιά του, σ’ αυτό εξηγούσε γιατί μίκραινε τη ζωή και το σοιμιΐ του Σούλιου. Το σημείωμα αυτό πρέπει να υπάρχει ακόμη στο δικαστήριο. Μετά από αυτό, άρχισε η αστυνομία να τον κυνηγάει πιο επίμονα. Μια φορά ακόμη τον πιά­σανε, αλλά τους ξέφυγε γρήγορα πάλι».

«Μα πώς ξέφυγε απ’ τη φυλακή;».

«Με χρήματα».

«Εάν σου δώσει εσένα κάποιος 5.000 δραχμές τον φυλάς εσύ ακόμη;», συμπλήρωσε η γριά.

Είχε πάρει θέση σε ένα χαμηλό σκαμνί κοντά στη σόμπα και παρακολουθούσε την αφήγηση. «Γύρισε πάλι πίσω στη σπηλιά του;». «Όχι, ήταν επικίνδυνα πια και εξαφανίστηκε για ένα χρόνο στην περιοχή γύρω από τα Γιάννενα.

Πριν φύγει όμως από τα παλιά του λημέρια, πήγε στο Μεταξά και έδωσε στον παπά με την παρουσία του δημάρχου και τριών δημοτικών συμβούλων, 6.000 δραχμές για να χτίσουν με τα χρήματα αυτά μία εκκλησία και να της έδιναν το όνομα του».«Είναι η μικρή εκκλησία που υπάρχει τώρα;».

«Όταν ο Γιαγκούλας επέστρεψε μετά από ένα χρόνο δεν είχε γίνει τίποτα. Ανακάλυψε γρήγορα τι είχε γίνει η δωρεά του. Οι πέντε κύριοι είχαν μοιραστεί τα χρήματα και τα είχαν καταχραστεί. Και τώρα πάλι πήρε ο καθένας απ’ τους πέντε το μερτικό του. Σε μια νύχτα τους αποκεφάλισε ο Γιαγκούλας και τους πέντε». «Είχε δίκιο!», επεμβαίνει η γριά. «Επειδή πάλι δε μπόρεσαν να τον πιάσουν, έπιασαν τη γυναίκα του και την πήγαν στην Κοζάνη στη φυλακή. Περίμενε τότε παιδί». «Ζει ακόμη το παιδί;».

«Ήταν αγόρι, αλλά μετά τη γέννηση του πέθανε. Λένε ότι το δηλητηρίασαν στο νοσοκομείο για να μη ζει ο κακός σπόρος του πατέρα του, με’σα απ’ αυτόν. Ποιος ξέρει ποια είναι η αλήθεια».

«Η Ευαγγελία ζει ακόμη;».

«Πέθανε τον περασμένο χρόνο από καρκίνο. Μετά το θάνατο του Γιαγκούλα παντρεύτηκε ένα χωροφύλακα».

«Ο Γιαγκούλας τότε δε θέλησε να απελευθερώσει τη γυναίκα του από τη φυλακή;».

«Πώς, βέβαια. Εμένα μετά από τη φυγή του στην Ήπειρο με είχαν φέρει πίσω και ζούσα στο Πολύραχο. Μια μέρα, αφού είχαν φέρει τη γυναίκα του στην Κοζά­νη, με κάλεσε ο Γιαγκούλας στο Μεταξά. Εκεί με παρακάλεσε να πάω σε ένα γνωστό σπίτι το επόμενο βράδυ μαζί με έναν χωροφύλακα για να διαπραγματευτεί μαζί του. Έτσι πήγα κι εγώ μαζί με τον αρχηγό της αστυνομίας της Κοζάνης το επόμενο βράδυ. Εκεί φάγαμε και ήπιαμε όλοι μαζί και ο Γιαγκούλας μας έδωσε και χρήμα­τα. Ο αδελφός μου είχε κουραστεί από τη ζωή του ληστή και ήθελε να σώσει τη γυναίκα του, έτσι, παρακάλεσε τον αστυνόμο να μιλήσει στον υπουργό για χάρη του για να του δινόταν χάρη. Υποσχέθηκε να πάει και είκοσι χρόνια φυλακή. Δυστυχώς όμως, δεν έγινε τίποτα, συνέχισαν να κυνηγάνε το Γιαγκούλα και το ποσό για το θά­νατο του είχε ανεβεί στις 600.000 δραχμές.

Τώρα, του ήταν πλέον αδύνατο να μείνει σ’ αυτή την περιοχή και κρυβόταν στον Όλυμπο μαζί με τους συντρόφους του Μπαμπάνη και Τσαμνίτα. Από εκεί συνέχισαν τις ληστείες τους».

«Πόσο έμεινε εκεί;».
«Έως το 1925. Μια μέρα είχε απαγάγει από δυο οι­κογένειες δύο αγοράκια και ζητούσε λύτρα από τους γονείς. Όμως αντί να δώσουν τα χρήματα οι πατεράδες έφεραν πενήντα χωροφύλακες.

Μετά από μια σύντομη μάχη κατόρθωσαν να τους εξουδετερώσουν και τους τρεις. Εκεί σε εκείνο ακριβώς το σημείο τους πήραν και τα κεφάλια. Στα Σέρβια ζούνε ακόμη ορισμένοι άνθρωποι που είχαν δει το κεφάλι του Γιαγκούλα. Το οποίο το είχαν τοποθετήσει επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτίριο του δικαστηρίου για να φοβίσουν έτσι τον κόσμο».

«Πολλοί τον κλάψανε όταν πέθανε», λέει η γιαγιά.

«Έκανε τόσα καλά. Πόσα κορίτσια προίκισε για να μπορέσουν να παντρευτούν».

Ο Κώστας συμφώνησε με τη γυναίκα του.

«Ήταν καλός άνθρωπος. Εξάλλου έπαιρνε μόνο από εκεί που περίσσευαν».

Αυτός ήταν λοιπόν, ο Γιαγκούλας. Θα θέλαμε να α­κούγαμε και άλλα, αλλά ο Κώστας έβαλε τέλος στη συζή­τηση.

«Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να σας πω περισσότερα. Όχι, γιατί δε θέλω, αλλά γιατί δεν ξέρω. Ενώ είμαι ο αδελφός του δεν ξέρω ούτε ένα τέταρτο από τη ζωή του α­δελφού μου. Πολλά μου διέφυγαν γιατί έλειπα και πολύ καιρό στην εξορία. Εάν θέλετε να μάθετε περισσότερα, τότε ρωτήστε το Ματάνα και το Μοίραρχο στα Σέρβια. Ήταν από τους καλύτερους του φίλους».

Σταθήκαμε και σφίξαμε το χέρι της γριάς γυναίκας και του Κωνσταντίνου Γιαγκούλα, ο οποίος μας συνόδεψε μέχρι το καφενείο για να πάρουμε τα άλογα μας και να ξεκινήσουμε για το γυρισμό. Τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε.

«Να μας επισκεφθείτε στην παράγκα μας!», του φωνάξαμε.

«Κρίμα, που δεν ζει πια!», αναστέναξε η Αγγελική.

«Σίγουρα θα τον είχαμε επισκεφθεί», απάντησα εγώ, «ξέρεις ότι προίκιζε τα φτωχά κορίτσια;». Και γελάσαμε.

(Πηγή : Ιστορίες γύρω από τα Σέρβια της Judith Konig)

42 σκέψεις σχετικά με το “Οι ληστές – 2. Φώτης Γιαγκούλας”

  1. Ε λοιπόν, εγώ δεν την κατάλαβα την τόση συμπάθεια… Ήταν ένας κύριος που σκότωνε… Μου θυμίζει αρκετά το νόμο περί θανατικής ποινής. Αυτοί που τον θέσπισαν για καλό το έκαναν, αλλά ποιος και πότε έδωσε δικαίωμα στον άνθρωπο να αφαιρεί άλλες ανθρώπινες ζωές; Σε τίνος το όνομα; Κι αν θεωρούμε παράλογη αυτήν την νομοθεσία, την αυτοδικία από πότε πρέπει να τη βλέπουμε με τόσο ρομαντισμό και να τη θεωρούμε δίκαιη;
    Υ.Γ. Πολύ χρήσιμες πληροφορίες εν πάσει περιπτώσει… Τόσα χρόνια πίστευα ότι ο Γιαγκούλας ήταν κάτι σαν τον μπαμπούλα… 😛

  2. πολυ καλο αρθρο για αλλη μια φορα.. ευτυχωσ που υπαρχει και το blog σου

  3. Καταγωμαι απο την ευρυτερη περιοχη των Χασιων.Καλο το αρθρο σας.
    Υπαρχει περιπτωση να ανεβασετε κατι για τον Θωμα Γκανταρα πρωτοξαδερφο του παππου μου;

    ευχαριστω εκ των προτερων.

  4. @Iωάννα, δεν έχεις άδικο, οι ληστές αποτελούσαν την πρώτη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα όμως, αρκετοί από αυτούς, ήταν ένα είδος σύγχρονου Ρομπέν των Δασών. Πολλές φορές ο λαός τους ένοιωθε κοντά του, ακριβώς γιατί μάχονταν τους ισχυρούς και πλούσιους της εποχής.

    @Έλενα, ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, νάσαι καλά! 🙂

  5. Πολύ καλό!
    Ερώτηση.:
    Μήπως υπάρχει λάθος στην ημερομινία γεννήσεως;

    Σας γράφω ακολούθως αυτούσια την πρόταση από το κείμενο σας…
    «Ο Φώτης Γιαγκούλας γεννήθηκε στο Μεταξά Σερβίων γύρω στο 1900»

    Καλή συνέχεια!

  6. @Aντώνιε, γιατί να υπάρχει λάθος; Ως πιθανότερη ημερομηνία γέννησης δίνεται το 1900. Τι σε παραξενεύει σε αυτό;

  7. @Vinumbonum, έψαξα για τον πρωτοξάδελφο του παππού, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν βρήκα πολλά. Κυρίως φαίνεται να μνημονεύεται για το γεγονός της φωτογράφησής του, με πλήρη εξάρτυση, το 1923.

    Πάντα οι ληστές κέντριζαν τη φαντασία λαού και συγγραφέων, με αποτέλεσμα να γράφονται ιστορίες και αφηγήματα γύρω από τη ζωή και τη δράση τους. Σιγά-σιγά αυτά εξέλειπαν. Σε κάθε περίπτωση, από τον Μεσοπόλεμο και εδώθε, όταν πια οι λήσταρχοι έχουν εξοντωθεί, οι συγγραφείς τούς λησμονούν. Μόνη παραφωνία ο πρόωρα χαμένος ποιητής Χρήστος Μπράβος και το μοναχικό ποίημά του με τον σχοινοτενή τίτλο «Οπου στα 1923 ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας, ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί» (1985).

    O φωτογράφος των Tρικάλων A. Mάνθος
    έπαιρνε νύχτα τα στενά για το Bαρούσι.
    Tους γάμους θα σκεφτόταν ως το σπίτι του
    και τους θανάτους, που εκράτησε για πάντα.

    Mα πιό πολύ στο βράδι εγυρνούσε του Aυγούστου
    που πόρτες έκλεισε βαριά, έλυσε τα σκυλιά
    κλέφτης μην έρθει κι έπεσε
    για τον δίκαιο τον ύπνο.

    Δεν άκουσε σκυλί, πόρτα να τρίξει•
    κι απ’ τον φεγγίτη της σκεπής
    τον είδε που γλιστρούσε-
    άγγελος με τα δόντια στο μαχαίρι.

    Αυτού του ποιήματος διασκευή, είναι το τραγούδι «Α. Μάνθος», από το δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου «Βραχνός Προφήτης».

    Ο φωτογράφος των Τρικάλων
    Α. Μάνθος
    έπαιρνε νύχτα τα στενά
    γυρνώντας σπίτι του.

    Τους γάμους θα σκεφτότανε
    αλλά και τους θανάτους
    που κράτησε παντοτινά
    στο ακριβό χαρτί.

    Μα πιο πολύ θυμότανε
    το βράδυ του Αυγούστου
    που πόρτες έκλεισε βαριά
    έλυσε τα σκυλιά.

    Κλέφτης μην έρθει κι έπεσε
    για του δικαίου τον ύπνο.
    Κλέφτης μην έρθει κι έπεσε
    όπως κάθε φορά.

    Μήτε που άκουσε σκυλί,
    θυρόφυλλο να τρίζει
    κι απ’ το φεγγίτη της σκεπής
    τον είδε να γλιστρά.

    Από την Άκρη* άγγελος
    στα δόντια το μαχαίρι,
    άγγελος εξάγγελος
    μας ήρθε από μακριά.**

    Άκρη Ελασσόνας, τόπος καταγωγής του ληστή Γκαντάρα
    ** Δάνειο από το γνωστό τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου

    Τα πρόσωπα, ο Α. Μάνθος, φωτογράφος των Τρικάλων και ο διαβόητος ληστής Γκαντάρας, υπαρκτά. Το περιστατικό πραγματικό. Το έτος; 1923…
    […Τα χρόνια εκείνα που μεσουρανούσε, το φονικό και το φιλότιμο, η λεβεντιά και η προδοσία, το άγρια έγκλημα και η ακόμα πιο άγρια τιμωρία του, στα βουνά και τους λόγγους της δύστηνης Eλλάδος του μεσοπολέμου…] (Β.Π. Καραγιάννης)
    Τότε λοιπόν ο ληστής, σπρωγμένος από ποιος ξέρει ποια ματαιοδοξία γλίστρησε κρυφά στο σπίτι του φωτογράφου, φορτωμένος με τα λάφυρά του και του ζήτησε να τον φωτογραφίσει, «πριν προλάβει ο χάρος να με πάρει».
    Ο Μάνθος μεταφέρεται στο λημέρι του ληστή και το γεγονός αποτυπώνεται ως η πλέον διάσημη φωτογράφηση ληστών. Και τι ειρωνεία! Ο χάρος πράγματι θα έστηνε καρτέρι στον Γκαντάρα, μερικές εβδομάδες αργότερα, στην περιοχή των Γρεβενών κοντά στο χωριό Μαυρέλι στην θέση οξιά της Δεσκάτης Γρεβενών.
    Στην αρχική φωτογραφία του Μάνθου, εικονίζονται δύο άτομα, ο Θωμάς Γκαντάρας και το πρωτοπαλίκαρό του, ο Περικλής Παπαγεωργίου, που λέγεται πως είχε μεγάλη πέραση στο γυναικείο πληθυσμό. Μαζί είχαν σκοτώσει πάνω από 15 χωροφύλακες σε συμπλοκές. Ψάχνοντας φωτογραφικό υλικό για την εικονογράφηση του κείμενου για τους Ρεντζαίους, έπεσα πάνω σε αυτή τη φωτογραφία, που η πηγή λανθασμένα ανέφερε πως απεικόνιζε τα δυο αδέρφια. Την αφαίρεσα και κάνω εδώ τη διόρθωση.
    Το 2005 ο Βασίλης Κοσμόπουλος γυρίζει τη μικρού μήκους ταινία «Ο φωτογράφος των Τρικάλων», όπου αφηγείται το γεγονός της φωτογράφησης του Γκαντάρα. Η ταινία διακρίθηκε σε πολλά φεστιβάλ.

    Αυτά! 🙂

  8. Μπορεί και να είναι έτσι:

    Ο Γιαγκούλας γεννήθηκε στο χωριό Μεταξά Κοζάνης και όχι στο Λιβαδερό

    Ο Σούλιος δεν ήταν Αστυνόμος, αλλά άνδρας της πρώτης ξαδέλφης του, Μαρίας

    Στη συνάντηση που ορίστηκε μεταξύ των πέντε και του Γιαγκούλα, πήγε μόνο ο παπάς, ο οποίος έχασε το κεφάλι του

    Χρήματα έδωσε όχι για να κτιστεί εκκλησία, αλλά για να αγοραστεί μια καμπάνα εκκλησίας

    Ο Γιαγκούλας δεν παντρεύτηκε ποτέ

    Υ.Γ. Αυτά που γράφω μου τα διηγήθηκε απόγονος του Γιαγκούλα που φέρει το ίδιο επώνυμο.
    Αδυνατώ όμως να τα διασταυρώσω, έτσι απλώς τα παραθέτω.

  9. Τις ευχαριστιες μου Νινα.

    Μια φωτογραφια του Θωμα εν πληρη εξαρτηση, σε μεγεθος Α4 νομιζω οτι υπαρχει ακομη στο πατρικο μου.

  10. Για καλύτερη και έγκυρότερη ενημέρωση υπάρχει και το σχετικό βιβλίο του Βασίλη Ι. Τζανακάρη, ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΑ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ,εμπεριστατωμένο χρονικό της ληστοκρατείας στην Ελλάδα. Κυκλοφόρησε πριν 5 περίπου χρονια από τον Καστανιώτη και είχε γίνει best seller. Σοβαρή έρευνα, αξίζει να το κοιτάξετε αν σας ενδιαφέρει το θέμα.

  11. @Lana-b, το έχουμε υπόψει μας. Αν δείτε στο πρώτο μέρος των «Ληστών», στο κομμάτι για τους Ρετζαίους, το αναφέρουμε στις πηγές μας. 🙂

  12. ΟΝΤΩΣ Ο ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΑ ΚΟΖΑΝΗΣ ΑΠΟ ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΟΜΑΙ ΚΑΙ ΤΥΓΧΑΝΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΙΚΟΣ ΒΑΘΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ ΠΟΛΥ.(ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΜΟΥ)ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΤΟ ΙΔΙΟ ΦΨΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΣΥΝ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΜΟΥ, ΤΟΝ ΑΝ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΑΠΛΟΣ ΛΗΣΤΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ Η Ο ΡΟΜΠΕΝ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΕΣ ΟΤΙ ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΟΚΙΛΟΥΝ.

  13. @NEK, καλωσόρισες κι ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Να το προσέχεις σαν τα μάτια σου το υλικό που διαθέτεις, είναι κομμάτι της ιστορίας μας. 🙂

  14. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΚΑΝΤΑΡΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΚΡΗ ΕΛΛΑΣΟΝΑΣ ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΟΥ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΞΕΡΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

  15. νομιζω οτι θα γραφτει και βιβλιο απο τον εγγονο του αδελφου του γκανταρα

  16. @Nίκο, καλωσόρισες κι ευχαριστούμε για τις πληροφορίες.

  17. Φιλε,τα οσα γραφεις παραπανω νομιζω οτι ειναι ανακριβη.οσα γραφεις για τον γιαγκουλα ισχυουν στην πραγματικοτητα για τον γκανταρα,ο Σουλιος ειναι στην πραγματικοτητα ο Λιολιος,ισως θα επρεπε να διασταυρωσεις τις πληροφοριες σου λιγο καλυτερα,γιατι οι ανακριβειες δεν οδηγησαν ποτε κανεναν σε καλο.καλο ειναι να ενημερωνουμε τον κοσμο, μονο οταν ειμαστε σιγουροι.
    καλο διαβασμα και προσοχη την επομενη φορα.

  18. Λογω του οτι τυχαινει να ειμαι απο το Λιβαδερο Κοζανης θελω να πω πως ο Γιαγκουλασ γεννηθηκε και μεγαλωσε στο χωριο Μεταξα Κοζανης ενα χΩριο διπλα στο Λιβαδερο…

  19. @Ω, o αρθρογράφος αναφέρει την πηγή του, η συγκεκριμένη πηγή αυτές τις πληροφορίες δίνει, προφανώς. Θα είχε ενδιαφέρον να μας γνωρίζατε κι εσείς τις δικές σας πηγές.

    @ΤΗΕΟ, πιθανώς, αν και μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι την εποχή εκείνη τα όρια των χωριών και των δήμων δεν ήταν τα ίδια που είναι σήμερα.

  20. @Nina C οι πηγες μου ειναι ο εγγονος του γκανταρα,δεν θελω να την μπω σε κανεναν,απλα να λεγονται τα πραγματα οπως ειναι)
    χαιρετισματα,συνεχιστε την καλη και σωστη δουλεια)

  21. θα συμφωνησω με τον theo…ο γιαγκουλας ηταν απο το ΜΕΤΑΞΑ κοζανης και εκει γεννηθηκε και οχι στο λιβαδερο

  22. Ο Γιαγκουλας εμεινε ορφανος σε πολυ μικρη ηλικια. Η μητερα του παντρευτηκε στο Μεταξα και τον ειχαν παραπαιδι στην οικογενεια μου. Με λιγα λογια ηταν αδερφοσ του προπροπαππου μου. Απο γενια σε γενια το εμαθα κι εγω. Εκτως ομως απο εγγονια υπαρχει και στην εγκυκλοπαιδεια ΥΔΡΙΑ σχετικο σημειωμα. (Με σεβασμο στη δουλει ολων.)

  23. IPARCH MIA FOTOGRAFIA TOU GANTARA POU DEN KIKLOFORISE EPISIMA.

    IPIOS TIN THELI AS AFISI MINIMA.

    ENAS KONTOPATRIOTIS TOU

  24. Xeretai onomazomai Konstantinos.Ka8os epsahna sto gooogle gia to giagula vrika to blog sas. katagomai apo to Platanoreuma Serviwn i giagia mou katagetai apo to Polyraho kai to Metaksa
    o pateras tis itan ksaderfos me to Giagula
    kserw poles istories apo ti giagia mou gia to Giagula an endiafereste na sas steilw merikes epikinwniste mazi mou
    konstantinostsimopoulos@hotmail.com

  25. θελω και εγω να επισημανω οπως και αλλα ατομα πως ο γιαγκουλας γεννηθηκε στο ΜΕΤΑΞΑ κοζανης(οπου και καταγομαι) και οχι στο λιβαδερο!!πολυ καλη ομωσ…μπραβοο!!!!

  26. επισης ακομα κατι!!!η φωτογραφια που παρατιθεται δεν ειναι η αυθεντικη αλλα ειναι επεξαργασμενη απο τον φωτογραφο!!!στην αυθεντικη φωτογραφια ο Γιαγκουλας δεν κραταει το οπλο!!η φωτογραφια η αυθεντικη ειναι τραβηγμενη στην φυλακες Κοζανης οταν ο Γιαγκουλας ηταν 17χρονων!!

  27. tyxaia
    eida thn selida sas
    kai ekatsa na thn diabasw
    an 8elete thn plhrh plhroforisei peri tou fwth giankoula
    uparxei ena biblio
    me titlo
    o wraios twn bounwn
    ekei h daskala stasinopoulou
    ta grafei sxedon
    teleia
    me kapies mh swstes plhrofories
    ala einai teleio san biblio
    ta pio polla einai alh8ina
    h sxedon ola me kapies ejereseis
    loipon as pame apo thn arxh
    o fwths genh8ike sto metaja ths kozanhs
    sta paidika tou xronia
    exase ton patera tou
    ej aitias tou souliou
    paredro tou xwriou metaja
    epi tourkokratias
    eixe mono enan aderfo ton kwsta pou tyxainei nanai htan papous mou
    o fwtos
    sta 12 tou phge sxolarxeio sthn kozanh meta thn apeley8erwsh ths kozanhs
    apo mikra meta ton 8anato pou prohl8e apo maxairi
    tou souliou
    h dikwn tou an8rwpwn
    fygan kai phgan sto poluraxo
    apo htan h mamatous
    ekei synexisan na zoun mexri ton 8anato tous
    o kwstas
    kai h mana tou
    ekei ontws pantreutike kai o kwstas
    loipon na mhn to kourazoume
    se duo logia
    o fwths giangoulas
    ontws htan sxolarxeio
    hr8e poluraxo
    apo kozani
    ema8e ta nea
    enos ekei sta8marxh xwrofylaka
    pou elege oti ekane erwta me thn jaderfh tou thn maria
    phge ton zhthse ton logo
    gia pio logo diasyrei
    thn kopela
    kai ton xtyphsan treis xwrofylakes
    thn epomenh
    tous esteise karteri
    kai tous skotwse kai tous treis
    meta phge metaja h malon esthse karteri ton soulio
    kai ejw apo to poluraxo ton ekopse to kefali
    kai meta bghke sto bouno
    brhke tous alous totes mpampanh kai loipous
    skotwse akoma dyo lhstes apo oti jerw
    pou biopragousan se barous a8wwn
    politwn
    den ekane alous fonous
    ekbiaze tous plousious
    kai eperne ontws lefta
    ta dine stous ftwxous
    askouse ontws bia otan den htan entajei merikoi olh h drasi tou htan peri ta 10 xronia peripou
    ek twn opiwn ta dyo ta ezhse h tria a8ina
    me mia kyria
    onomati makrh
    ths epoxhs markhsia
    kai hr8e na dei ton aderfo tou
    opotes ton prwdwsane
    kai otan ton piasan o giangoulas htan polu arwstos enoow me pyreto
    ayta
    pros arxhn
    na jerete omws
    oti htan ontws wraios
    kalos xarakthras
    kai an den gyrnouse na dei ton kwsta
    8atan galia meta
    me thn makrh
    oso gia thn bagelio
    nai htan h gynaika tou
    den kanan paidia
    den jeroume an ekane me thn makrh den thn brikame pote apo totes pou skotw8hke h foths
    giati ton kwsta kai olh thn oikogeneia tou
    tous eixan ejoria epi eji xronia
    sthn aloniso
    isws mia mera mporesw na kanw tainia thn zwh tou
    ayta
    sas xeretw kai an 8elete kati na ma8ete me rwtate
    mu8os geia sas

  28. i katagogi moy ine apo metaxa ke livadero prepi na exo ke sigenia apo oti me elege o propapoys moy alla thimame oti me ixe pei oti ton antamose sto dasos ke o giagkoylas ton edose ena kerma na pari papoytsia me foyntes ke pes ton patera soy mi tyxon ke de sta pari ipe o foths ke poyse mikre an se ksanado ksipolito tha se kopso ta podaria ke gia arketo kero o propapoys moy kimotan me ta papoytsia gia mena o giagkoylas ixe megali kardia….

  29. Ε, ρε Γιαγκούλας που χρειάζεται σήμερα… Άξιος…

  30. apo to livadero inai. afou inai thios mou. kai i maria inai i progiagia mou.

  31. προς CHRISTOS.. ενδιαφέρομαι για μια φωτοφραφία του γιαγκούλα που έχεις πει πως δεν κυκλοφορεί. υπάρχει περίπτωση ν μου την στείλεις με κάποιο τρόπο? mihalopoulosg@hotmail.com

  32. Ο άνθρωπος ήταν αιμοβόρος, κακά τα ψέματα. Η αντιεξουσιαστική επίφαση τον κάνει συμπαθή σε κάποιους αφελείς.

  33. Καλό το άρθρο, όπως πάντα, αλλά δεν μου αρέσει καθόλου η ρομαντικοποίηση των παρανόμων.

  34. Δε γεννήθηκε στο Λιβαδερό αλλά στο Μεταξά. Η εκδοχή που τον θέλει να σκοτώνει χωροφύλακα που βίασε μία ξαδέρφη του είναι μάλλον αναληθής.

Σχολιάστε