Αντώνης Δαγλής – Ο δολοφόνος με το πριόνι (II)

Προηγούμενο

daglis.jpg

του Γιάννη Ράγκου

«Νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου»

Ο Αντ. Δαγλής ζούσε με τη μητέρα του και τον αδελφό του στην Κοκκινιά του Πειραιά και είχε μετακομίσει στο διαμέρισμα της Νίκαιας περίπου ένα μήνα νωρίτερα. Ο πατέρας του είχε πεθάνει το 1986, όταν ο ίδιος ήταν 12 ετών, ενώ την εποχή της σύλληψής του, ο μεγαλύτερος αδελφός του βρισκόταν στη φυλακή, αφού είχε αρνηθεί να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία καθώς ήταν «μάρτυρας του Ιεχωβά».

Ο πατέρας του ήταν μέθυσος και βίαιος και «συχνά με κτυπούσε και με έβριζε, ενώ την ίδια συμπεριφορά είχε και απέναντι στα παιδιά μας» είπε σχετικά η μητέρα του κατά τη διάρκεια της δίκης (κατάθεση στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθήνας – 16/1/1997). Μετά το θάνατό του, άρχισε η «πτώση» όλης της οικογένειας. «Ο πατέρας μου μας άφησε ατελείωτα χρέη. Μας πετάξανε έξω από το σπίτι. Δεν είχαμε που να μείνουμε. Τα κατασχέσανε όλα και καταλήξαμε να μένουμε σε ξενοδοχεία» θα περιγράψει ο Αντ. Δαγλής, μιλώντας στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια της δίκης του. Η μητέρα του, για να μπορέσει να μεγαλώσει αυτόν και τον αδελφό του, εργάστηκε ως νοσοκόμα και καθαρίστρια και αργότερα σε κάποιο μπαρ, πλένοντας ποτήρια. «Δεν μίλησα στο παιδί μου τότε γι αυτή τη δουλειά. Κάποιος καλοθελητής γείτονας παίρνει τον Αντώνη, που ήταν μικρός και μου τον φέρνει στο μαγαζί ‘να ρε ποια είναι η μάνα σου η πουτάνα’! Το παιδί με βλέπει κι αμέσως το βάζει στα πόδια και πάει στο ξενοδοχείο (…). Εγώ έφυγα αμέσως εκείνη τη νύχτα από το μαγαζί. Πήγα στο ξενοδοχείο, βρίσκω τον Αντώνη πνιγμένο στο κλάμα. ‘Γιατί μάνα, να μου πεις ψέματα; (…)’. ‘Μα αγόρι μου, δεν σου είπα ψέματα, αλλά έπρεπε να πάω σ’ αυτή τη δουλειά, με είδες να κάνω τίποτα κακό;’ (…)» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» – 23/1/1997).

daglis-stand.jpg

Ένα μήνα μετά την πρώτη δολοφονία παρουσιάστηκε στον στρατό (διάστημα κατά το οποίο σταμάτησαν οι επιθέσεις στις ιερόδουλες), ενώ μετά την απόλυσή του (τον Αύγουστο του 1995) εργάστηκε ως οδηγός στην εταιρεία «Πέρλα». Οι γείτονές του τον περιέγραφαν ως ένα «καλό και ήσυχο παιδί», που «δεν είχε δημιουργήσει πρόβλημα» και αγαπούσε πολύ τα μηχανάκια.

Μετά τη σύλληψή του, κοντά στον Αντ. Δαγλή βρέθηκε η συνομήλική του Ειρήνη, η οποία παλιότερα διατηρούσε δεσμό μαζί του επί ένα χρόνο. «Ήταν πολύ τρυφερός μαζί μου. Είχαμε μια κανονική σχέση και στεναχωρήθηκε πολύ όταν χωρίσαμε. Αυτό τον πείραξε. Τον αγαπώ, δεν πιστεύω ότι έχει κάνει αυτά τα πράγματα και θα του συμπαρασταθώ» δήλωσε η ίδια στους δημοσιογράφους στις 30 Ιανουαρίου, ενώ στο ανακριτή κατέθεσε: «Είχε προβλήματα με τον πατέρα του, που πήγαινε στο σπίτι τις φιλενάδες του και έδερνε τη μητέρα του. Μετά την ερωτική πράξη δεν ήταν βίαιος μαζί μου».

arrested.jpg

Όμως, το τραγικότερο πρόσωπο ήταν η μητέρα του, η οποία κάθε μέρα βρισκόταν στις δικαστικές αίθουσες, προσπαθώντας να δώσει κουράγιο στο γιο της. Συνταρακτική φιγούρα, εκλιπαρούσε μισολιπόθυμη τους δημοσιογράφους «να δείξουν ανθρωπιά»και να καταλάβουν «τον πόνο της», ενώ σ’ ένα ξέσπασμά της μονολόγησε: «Έχω κι εγώ μερίδιο ευθύνης»… Περιγράφοντας τον γιο της, είπε πως «ο Αντώνης ήταν πάντα νευρικός, ανήσυχος και λίγο μοναχικός. Αλλά ήταν πολύ καλό παιδί. Εργαζόταν, δεν έδειξε τα τελευταία χρόνια κάποιο σημάδι. Πού να το φανταστώ; Δεν μπορώ να το πιστέψω…» (δηλώσεις στους δημοσιογράφους στις 28 Ιανουαρίου).

Πολλοί εκτίμησαν ότι το «κλειδί» για την ερμηνεία της συμπεριφοράς του Αντ. Δαγλή ήταν η σχέση του μαζί της. Ο ίδιος, ενώπιον του ανακριτή αλλά και στις συνομιλίες που είχε με τους ψυχιάτρους Χρ. Βούρδα και Νικ. Παπαναστασίου, που τον εξέτασαν μετά τη σύλληψή του, ήταν αποκαλυπτικός: «(…) Όνειρό μου ήταν να παντρευτώ και ν’ αποκτήσω δικό μου σπίτι. Δεν είχαμε, όμως, χρήματα. Ίσως η μητέρα μου να πήγαινε και με άντρες(…). Με τις γυναίκες δεν είχα προβλήματα. Αυτά που έκανα τα έκανα σε κοινές γυναίκες, που έκαναν πιάτσα. Δεν ξέρω γιατί κομμάτιασα τα πτώματα (…). Δεν θυμάμαι ούτε τις σκηνές του στραγγαλισμού. Ενεργούσα σαν θολωμένος. Στη συνέχεια, είχα κάποιο φόβο, αλλά τελικά ηρεμούσα και συνέχιζα τη μέρα μου σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όταν τύχαινε να ακούσω στην τηλεόραση κάτι για τα πτώματα που βρέθηκαν, το άκουγα σαν είδηση που δεν με αφορούσε. Πολλές φορές στο πρόσωπο της γυναίκας που στραγγάλιζα έβλεπα τη μάνα μου. Τη μητέρα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ δεν της συγχώρεσα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν ήταν ηθικές. Όταν την είχα δει να κάνει έρωτα μ’ έναν άντρα, μου ‘ρθε να την πνίξω, αλλά έφυγα χωρίς να πω κουβέντα (…) Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου».

withmother.jpg

Ο Αντ. Δαγλής με τη μητέρα του, κατά τη διάρκεια της δίκης

Δεκατρείς φορές ισόβια

Η δίκη του Αντ. Δαγλή πραγματοποιήθηκε στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Αθήνας από τις 15-23 Ιανουαρίου 1997. Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ήταν τρεις ανθρωποκτονίες, οκτώ απόπειρες ανθρωποκτονιών, δέκα ληστείες, δύο απόπειρες ληστειών, βιασμούς, παράνομη οπλοφορία και προσβολή μνήμης τεθνεώτος. Η διαδικασία χαρακτηρίστηκε από πολλά προβλήματα: την ημέρα που επρόκειτο να αρχίσει η δίκη, ο Αντ. Δαγλής αυτοτραυματίστηκε στο αριστερό του πόδι και χρειάστηκαν να του κάνουν 122 ράμματα και να νοσηλευτεί μια μέρα σε νοσοκομείο. Από τα θύματά του εμφανίστηκε και κατέθεσε μόνο το ένα (η Αν Χάμσον), ενώ η μητέρα του -που ήταν ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης- δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη δική της κατάθεση, αφού κατά τη διάρκειά της υπέστη, από την πίεση και τη συναισθηματική φόρτιση, ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, παράλυτη από τη δεξιά πλευρά.

chair.jpg

Ο Αντ. Δαγλής μεταφέρεται στο νοσοκομείο, μετά τον αυτοτραυματισμό

του στο αριστερό πόδι, κατά την πρώτη μέρα της δίκης

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο Αντ. Δαγλής παρέμεινε ανέκφραστος και αντέδρασε μόνον όταν κατέθετε η μητέρα του, η οποία μέχρι τη στιγμή της λιποθυμίας της, είχε περιγράψει τα παιδικά χρόνια του γιου της και δύσκολη τη ζωή που είχε ζήσει με τον άντρα της, αλλά και τα μεταγενέστερα χρόνια.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η υπεράσπιση προσπάθησε να προβάλει το επιχείρημα του «ψυχοπαθούς». Στο δικαστήριο αναγνώστηκε η πραγματογνωμοσύνη που είχαν συντάξει οι ψυχίατροι Χρ. Βούρδας και Νικ. Παπαναστασίου, σύμφωνα με την οποία ο Αντ. Δαγλής είχε σεξουαλική διαστροφή, αλλά δεν έπασχε από ψυχική νόσο. Ο Χρ. Βούρδας, καταθέτοντας στη δίκη, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ο Δαγλής μού είπε για τρεις ανθρωποκτονίες. Απαντούσε ευθέως και ήταν συνεργάσιμος. Υποστήριζε ότι όλα ήταν συνέπεια ψυχικής νόσου και ζητούσε να τον βοηθήσουμε. (…) Πρόκειται για μια σεξουαλική διαστροφή και από νομική άποψη οι σεξουαλικές διαστροφές δεν υπάγονται στις νοσηρές διαταραχές των πνευματικών λειτουργιών. Δεν έχει το ακαταλόγιστο. (…) Θα περίμενε κανείς μια εμφανή συντριβή από έναν άντρα που ‘χει κάνει τόσα εγκλήματα. Όταν όμως τον εξέτασα, δεν τον είδα ιδιαίτερα συντετριμμένο».

Απόκλιση από την άποψη αυτή εξέφρασε ο ψυχίατρος του Ψυχιατρείου των φυλακών Κορυδαλλού Μ. Σκόδρας, που παρακολουθούσε τον κατηγορούμενο κατά την προφυλάκισή του, ο οποίος βεβαίωσε ότι ο Αντ. Δαγλής παρουσίαζε «δυσθυμική διαταραχήτης προσωπικότητάς του».

Στην απολογία του, ο δράστης δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικός για τις αιτίες των πράξεών του. Με μάλλον ασυνάρτητο λόγο, είπε, μεταξύ άλλων, απαντώντας σε ερωτήσεις της προέδρου του δικαστηρίου: «Κάναμε κάποια λάθη. (…) Το ‘χω μετανιώσει και ζητώ επιείκεια. (…) Πήγαινα κανονικά μαζί τους (σ.σ.: τις ιερόδουλες) για μια σεξουαλική επαφή και γινόταν το αντίθετο. Ίσως αυτό που είχα δει, τη μητέρα μου με κάποιον… (…) Δεν θυμάμαι πώς έφτανα μέχρι εκεί. Εκείνες τις στιγμές ήμουν εκτός εαυτού. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ένιωθα. (…) Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος. Φοβόμουν μήπως με συλλάβουν. Συνεχίζω να τις μισώ. Δεν ξέρω γιατί. Άκουγα φωνές, πάντα είχα αυτή την επιθετικότητα. (…) Είναι θολό το μυαλό μου. Δεν μπορώ να σας πω πώς νιώθω που με βαρύνουν αυτές οι κατηγορίες (…)».

elefhterotipia1.jpg

Χαρακτηριστικός τίτλος, από ρεπορτάζ για τη δίκη,

της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» στις 18/1/1997

Ο εισαγγελέας Μιχ. Δεληγιάννης στην αγόρευσή του υποστήριξε πως «πρόκειται για πρωτοφανή υπόθεση σπάνια ακόμα και σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως για την αγριότητά της.(…) Πρόκειται για μια καθαρή υπόθεση. Όλα τα στοιχεία συνηγορούν για την τέλεση των πράξεων, που έγιναν κατά τρόπο που μαρτυρεί ιδιαίτερη σκληρότητα, ηθική αναλγησία, βαρβαρότητα, πώρωση συνείδησης. Πράγματι, ο Δαγλής είναι ο δράστης. Είναι όμως υγιής; Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι δεν είναι ψυχοπαθής. (…) Δεν του αρμόζει κανένα ελαφρυντικό. Τέτοια εγκλήματα προσβάλλουν βάναυσα το περί δικαίου αίσθημα όλου του ελληνικού λαού. (…)». Παράλληλα σχολίασε τη «φιλοσοφία μας στη ζωή» αφού «πλην μιας κοπέλας από τα θύματα, που ήρθε στο δικαστήριο κι αυτό την τιμά, δεν βρέθηκε καμιά άλλη να έρθει να καταθέσει. Δεν ήρθαν ούτε οι συγγενείς των νεκρών (…) Τόσο πολύ υποβαθμίστηκε η ανθρώπινη ζωή; (…) Ουαί κι αλίμονο στην κοινωνία μας (…)».

daglis-court.jpgΛίγο πριν οι δικαστές αποσυρθούν για να εκδώσουν την απόφασή τους, ο Αντ. Δαγλής (παρακάμπτοντας τον διορισμένο συνήγορό του Σπ. Σταματάκη, αφού ο Π. Μαντούβαλος είχε παραιτηθεί την προηγούμενη ημέρα, διαμαρτυρόμενος για την άρνηση του δικαστηρίουνα αποδεχτεί συνεχή αιτήματά του) ζήτησε να απολογηθεί εκ νέου. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Το Βήμα» (26 Ιανουαρίου 1997) ο Αντ. Δαγλής «δήλωσε ότι αναιρεί την προηγούμενη ομολογία του, αρνούμενος τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν, εκτός από μία –τον φόνο μίας εκ των τριών ιερόδουλων που κατηγορείται ότι σκότωσε (σ.σ.: της Αθ. Λαζάρου). Κρατώντας συνεχώς διάφορα χαρτιά στα χέρια του, δήλωσε στους δικαστές ότι αναγκάσθηκε να ομολογήσει την ενοχή του, επειδή βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. (…) Ο Δαγλής έσπευσε να διευκρινίσει ότι αυτό που εννοούσε ήταν ότι βρισκόταν υπό την επήρεια ισχυρών φαρμάκων, που του χορηγήθηκαν στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, και ότι συνειδητοποίησε –‘έμαθε’, όπως είπε- τι είχε ομολογήσει από τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Επιπλέον, παρουσίασε διάφορα χαρτιά στο δικαστήριο, με τα οποία προσπάθησε να εμφανίσει άλλοθι για τον φόνο της ιερόδουλου Ελένης Παναγιωτοπούλου, ενώ δεν δίστασε να πλησιάσει την έδρα για να ‘πετάξει’ στην πρόεδρο ένα σημείωμα που, όπως ισχυρίσθηκε, του έριξαν κάτω από την πόρτα του κελιού του οι συγκρατούμενοί του. Στο σημείωμα έγραφε, όπως δήλωσε ο Δαγλής, ότι ‘αν δεν τα έπαιρνε όλα επάνω του, θα τον σκότωναν και θα τον τεμάχιζαν’».

Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί φαίνεται πως δεν έπεισαν το δικαστήριο, το οποίο έκρινε τον Αντ. Δαγλή ένοχο χωρίς κανένα ελαφρυντικό κατά το κατηγορητήριο και τον καταδίκασε δεκατρείς φορές σε ισόβια δεσμά και πρόσκαιρη κάθειρξη 25 ετών κατά συγχώνευση! Ήταν η μεγαλύτερη ποινή που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες.

Βρόγχος

«Δεν με κρίνατε δίκαια» σχολίασε μόνο ο Αντ. Δαγλής, μόλις άκουσε την απόφαση των δικαστών. Ό,τι κι αν εννοούσε εκείνη τη στιγμή, φαίνεται πως αποφάσισε να κρίνει ο ίδιος τον εαυτό του. Τα ξημερώματα του Σαββάτου 2 Αυγούστου 1997, βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί 33 του Ψυχιατρικού Καταστήματος των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού, όπου εκρατείτο, υπό την αυστηρή επιτήρηση ψυχιάτρων και κοινωνικών λειτουργών ώστε να ελέγξουν την επιθυμία του να αυτοκτονήσει! Είχε κρεμαστεί από τα κάγκελα του κελιού, ενώ δίπλα του βρέθηκε απαγχονισμένος ένας ακόμα κρατούμενος, ο Γ. Μακρίδης με τον οποίο είχαν γνωριστεί στον Κορυδαλλό αμέσως μετά τη δίκη του Αντ. Δαγλή. Τα αίτια της αυτοκτονίας παρέμειναν άγνωστα, αν και κάποιες πληροφορίες έκαναν λόγο και για άλλες απόπειρες του Αντ. Δαγλή στο παρελθόν, οι οποίες ίσως οφείλονταν στη συστηματική κακομεταχείριση που είχε από τους φύλακες. Ωστόσο, το πιθανότερο σενάριο ήταν ένας από τους δύο να έπεισε τον άλλο να αυτοκτονήσουν μαζί.

ethnos.jpg

«Έθνος» – 4/8/1997

Στις 9 Νοεμβρίου 1997, η εφημερίδα «Η Βραδυνή της Κυριακής», σε σχετικό ρεπορτάζ, φιλοξένησε τις απόψεις επιστημόνων για το φαινόμενο αυτοκτονίας δολοφόνων στο κελί τους. Σύμφωνα με τον καθηγητή εγκληματολογίας Ν. Κουράκη, εγκλήματα όπως αυτά που διέπραξε ο Αντ. Δαγλής «σχετίζονται με ένα πάθος εκδίκησης κατά της κοινωνίας γενικά, για όλες τις τραυματικές εμπειρίες και τα προβλήματα που ο δράστης είχε αρχίσει να βιώνει ήδη από την παιδική του ηλικία (κακοποιήσεις, ξυλοδαρμοί, σωματικές αδυναμίες ή σεξουαλική ανικανότητα). Βέβαια, τα εγκλήματά τους τα διαπράττουν εν ψυχρώ και χωρίς πάθος και τύψεις». Για το λόγο αυτό «πολύ συχνά εμφανίζονται αυτοκτονικές τάσεις, ιδίως μάλιστα όταν κρατούμενοι πλέον στη φυλακή αντιλαμβάνονται ότι η συσσωρευμένη βία που εμπερικλείουν μέσα τους δεν μπορεί να εκτονωθεί με κατεύθυνση τους άλλους». Με την άποψή αυτή συμφωνεί και ο ψυχίατρος Μ. Μυλωνάκης, ο οποίος παρατηρεί ότι «η αυτοεξόντωση προϋποθέτει την αντικειμενική ή την υποκειμενική ανατροπή των συνθηκώνdiki.jpg ισορροπίας του αυτόχειρα. Οι αυτοκτονίες των φυλακισμένων ψυχανώμαλων δεν εξαιρούνται από τον κανόνα. Είναι προφανές ότι η εγκληματική δραστηριότητα τους εξασφάλιζε άρρωστη μεν, αναμφισβήτητη δε, ικανοποίηση. Η σύλληψη επέφερε τη διακοπή της και η φυλάκιση πρόσθεσε τη στέρηση της ελευθερίας, τη συμβίωση σε ένα περιβάλλον στο οποίο εκείνοι ειδικά δεν έχουν την αναγνώριση, αλλά την περιφρόνηση. Οι νέες αυτές συνθήκες συνιστούν ασφυξία. Οι προσωπικοί αμυντικοί μηχανισμοί τους κάποτε εξαντλούνται. Ανοίγει ο δρόμος στην κατάθλιψη. Η απόσταση της κατάθλιψης από την αυτοκτονία είναι μικρή».

Πάντως, αρκετούς μήνες πριν, η μητέρα του είχε φανεί προφητική, όταν στις 15 Ιανουαρίου1997 (την ημέρα, δηλαδή, που άρχιζε η δίκη του Αντ. Δαγλή) δήλωνε συντετριμμένη στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ (σήμερα ALPHA): «Το παιδί μου δεν θα ζήσει»…

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Σχετικά με τους serialkillers

Ο Τζον Ντάγκλας (JohnDouglas) διατέλεσε επί 25 χρόνια ειδικός πράκτορας (profiler) και επικεφαλής της Βοηθητικής Μονάδας Έρευνας του F.B.I. Έγινε σχεδόν μυθικό πρόσωπο στην κοινότητα δίωξης του εγκλήματος για την πρωτοποριακή μέθοδό του να φτάνει στα ίχνη των δολοφόνων, συνδυάζοντας την ψυχολογία, την ενδελεχή παρατήρηση, τη μακρά εμπειρία και το ένστικτό του. Στην δράση του βασίστηκε ο βασικός χαρακτήρας του βιβλίου του Τόμας Χάρις και της ομώνυμης ταινίας που ακολούθησε (σκηνοθεσία Τζόναθαν Ντέμι) «Η σιωπή των αμνών». Όταν ο Τζ. Ντάγκλας αποσύρθηκε, έγραψε την αυτοβιογραφία του (1995), όπου, μεταξύ άλλων, παρατηρεί και τα εξής σχετικά με τους serialkillers και ειδικότερα τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων:

«(…) Το μοναδικό στοιχείο που προοιωνίζεται με ασφάλεια τη βία είναι ένα βίαιο γεγονός. (…) Ίσως ο πιο καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση του κατά συρροή δολοφόνου είναι η φαντασίωση. (…) Χειριστικότητα, κυριαρχία, έλεγχος. Τρεις λέξεις – κλειδιά για τους βίαιους, κατά συρροή δολοφόνους. Όλες οι πράξεις, όλες οι σκέψεις του, σκοπό έχουν να γεμίσουν το κενό της ανεπαρκούς ζωής τους. (…) Ο δράστης παίρνει συχνά ένα ‘έπαθλο’ από το θύμα, ένα μενταγιόν ή ένα δακτυλίδι, ας πούμε. Έπειτα προσφέρει το αντικείμενο στη γυναίκα ή στη φιλενάδα του, ακόμη κι αν αυτή αποτελεί την πηγή της εχθρότητάς του. Είναι χαρακτηριστικός ο ισχυρισμός του ότι το αγόρασε ή το βρήκε τυχαία. Κατόπιν, βλέποντάς την να το φοράει, ξαναζεί την έξαψη και τη διέγερση της φονικής πράξης και επιβεβαιώνει νοερά τα αισθήματα κυριαρχίας και ελέγχου (…). Αν το αγόρι εκδήλωνε αγάπη και σεβασμό για τη μητέρα του, αυτό φανέρωνε ότι κάπως έτσι πρέπει να ένιωθε και με τις γυναίκες της ζωής του. Αν πίστευε ότι η μάνα του ήταν σκύλα, πουτάνα ή σπαστική θα φερόταν μάλλον ανάλογα και στις άλλες γυναίκες. (…) Όσο περισσότερα κάνει ο δράστης στη σκηνή του εγκλήματος, ακόμα κι αν πρόκειται για προσπάθεια παραπλάνησης της αστυνομίας, τόσο περισσότερες ενδείξεις και συμπεριφερολογικά χαρακτηριστικά μας παρέχει για επεξεργασία. (…) Υπάρχουν άνθρωποι (σ.σ.: ψυχίατροι, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί) που αρνούνται να μάθουν τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του εγκλήματος που διέπραξε ο κατάδικος, γιατί πιστεύουν ότι θα είναι προκατειλημμένοι. Αλλά, όπως λέω πάντα στους μαθητές μου, αν θέλεις να καταλάβεις τον καλλιτέχνη, πρέπει να μελετήσεις την τέχνη του. Ομοίως, αν θέλεις να καταλάβεις την εγκληματική προσωπικότητα, πρέπει να μελετήσεις το έγκλημα που διέπραξε. Η διαφορά είναι ότι όσοι ασχολούνται με την ψυχική υγεία ξεκινούν από την προσωπικότητα και από εκεί βγάζουν και τα συμπεράσματά τους σχετικά με τη συμπεριφορά. Αντιθέτως, οι άνθρωποί μου και εγώ ξεκινάμε από τη συμπεριφορά και από εκεί συμπεραίνουμε την προσωπικότητα του εν λόγω ατόμου».

ΠΗΓΕΣ

-Αρχείο εφημερίδων «Ελεύθερος Τύπος», «Ελευθεροτυπία», «Έθνος», «Τα Νέα», «Απογευματινή», «Το Βήμα»,«Η Βραδυνή», «Αδέσμευτος Τύπος» και «Εξουσία»

-περιοδικό «AfterCrime», τεύχος 3, Απρίλιος 2000

-Αρχείο ειδήσεων τηλεοπτικού σταθμού «Alpha»

-Τζον Ντάγκλας και Μαρκ Ολσέικερ: «Στο μυαλό των σίριαλ – κίλερς» (Η ψυχολογία στην υπηρεσία της Δίωξης Εγκλήματος), εκδόσεις «Μελάνι», Αθήνα 2004

5 σκέψεις σχετικά με το “Αντώνης Δαγλής – Ο δολοφόνος με το πριόνι (II)”

  1. Πολύ ενδιαφέρον το ποστ κι ειδικά το παράρτημα των σιριαλ κιλερς!

  2. Ημουνα στρατο τοτε στον Αυλωνα στις φυλακες. Ο αδερφος του ειχε ηδη φυγει, απλα τα media εμεταλευτηκαν το γεγονος και χωρις να ασχοληθουν με το γεγονος οτι ανθρωπος δεν ηταν μεσα για ποινικο αδίκημα ελεγαν συνεχεια οτι ο αδερφος του ειναι φυλακη κλπ. Το θεμα ειναι οτι οι κρατουμενοι τοτε στη ΦΕΔ (ΦΥΛΑΚΕΣ ΕΝΟΠΛΕΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ) ηταν μολις 30 οποτε γνωριζαμε ολοι οτι δεν ειχαμε κρατουμενο με αυτο το ονομα. Ελα ομως που ειχαμε στρατιωτη! (συναδελφο) Ο οποιος μαλιστα ηταν μουσουλμανος απο τη ροδοπη με χαλια ελληνικα. Εμεις για μερες πιστευαμε οτι ειναι σδερφος του δολοφονου κι αυτος αδυνατουσε να εξηγησει οτι δεν ειναι. Τα media κοντεψαν να τον καταστρεψουν!
    Ποτε θα δουμε κατι για Θεοφιλο Σεχίδη και Βκρινο?

  3. κατά την άποψή μου, δεν πρέπει να κοιτάμε προς την πλευρά της μάνας, ακόμα και πόρνη να είχε γίνει για να ταΐσει την οικογένειά της ποιος ο λόγος να την κατηγορούμε; Δεν είναι μήπως και εκείνες οι γυναίκες κατασκευάσματα της κοινωνίας που ζούμε όλοι, ακριβώς όπως και οι εγκληματίες; Παράδειγμα αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός πως ένας τύπος, παίρνει από το χέρι ένα αγόρι ψυχικά τραυματισμένο από ένα βίαιο πεθαμένο πλέον πατέρα και το οδηγεί να δει τη μάνα του να πλένει ποτήρια, ενώ ταυτόχρονα του λέει πως είναι πουτάνα, αυτός ο τύπος αν υπάρχει έχει αναλογιστεί τις ευθύνες του; Κρίμα για τα κορίτσια που έφυγαν κατά αυτόν τον τρόπο. Οι ευθύνες βαραίνουν όλη την κοινωνία που ζούμε

Σχολιάστε