Η «φαρμακούλα» με τα τηγανόψωμα και οι γυναίκες-δηλητηριάστριες – ΙI

Προηγούμενο

του Γιάννη Ράγκου

Το Εφετείο

Η δίκη σε δεύτερο βαθμό προσδιορίστηκε για τις 5 Οκτωβρίου 1994, αλλά αναβλήθηκε λόγω κωλύματος του συνηγόρου υπεράσπισης (Αλέξανδρου Λυκουρέζου), αλλά και προβλημάτων υγείας της κατηγορουμένης. Το ίδιο συνέβη και κατά τον επαναπροσδιορισμό της στις 27 Μαρτίου 1996.

Τελικώς η δίκη πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1997, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθήνας. Ο Ελευθέριος Κληματσάς, που είχε χάσει τη σύζυγό του για τον έναν γιο του κατέθεσε πως «εκείνη την ημέρα είχε έρθει η Σαμπανιώτη με την κόρη της Ελισάβετ στο σπίτι μας και έφερε ένα λεκανάκι ζύμη. Είπε στη γυναίκα μου να την πάρει για να μη χαλάσει διότι εκείνη θα πήγαινε με το παιδί της για κάτι ψώνια. Το πρόσωπό της ήταν εγκληματικό. […] Κοίταζε το συμφέρον της για την κόρη της την Ελισάβετ. Ήθελε να αποκαταστήσει τα παιδιά της. Ήθελε τον γιο μου τον φαντάρο για γαμπρό […]». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε και η κατάθεση του ιερέα των Φυλακών Κορυδαλλού, που είχε ακούσει πολλές εξομολογήσεις της κατηγορούμενης κατά τη διάρκεια της κράτησής της και ο οποίος υποστήριξε πως δεν μπορεί να φανταστεί ότι αυτή η γυναίκα έγινε αιτία να χαθούν τόσες ανθρώπινες ζωές. Η ίδια η Σαμπανιώτη επανέλαβε πως είναι αθώα, ενώ ο εισαγγελέας Γιάννης Γαβρίλης στην αγόρευσή του παρατήρησε πως «δεν έχουμε να κάνουμε με μία συνηθισμένη υπόθεση» καθώς «στην ουσία πρόκειται για επιχείρηση εξολόθρευσης των οικογενειών της Ειρήνης Κληματσά και της Ελένης Μουστοπούλου. Η Μαρία Σαμπανιώτη είναι άτομο επικίνδυνο, που έχει την ψυχική ετοιμότητα να διαπράξει και άλλα εγκλήματα στο μέλλον».

Στις 15 Οκτωβρίου, οι δικαστές και οι ένορκοι έκριναν ομόφωνα ότι «η Μαρία Σαμπανιώτη είναι ένοχη για τρεις ανθρωποκτονίες και τέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονιών. Δεν μείωσαν ούτε μία μέρα την πρωτόδικη ποινή της καταδικάζοντάς την τρεις φορές ισόβια και επιπλέον σε 25 χρόνια κάθειρξη» (εφ. Τα Νέα, 16 Οκτωβρίου 1997). Όπως σημειωνόταν στα δημοσιεύματα της εποχής, οι συγγενείς των θυμάτων εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την απόφαση, ενώ η Σαμπανιώτη, με δάκρυα στα μάτια, επανέλαβε πως είναι αθώα και επιθυμεί να υποβληθεί σε τεστ με τον «ορό της αλήθειας».

«Στόχο είχαν εμένα»

Δημοσίευμα της εφ. Τα Νέα στις 16 Οκτωβρίου 1997.
Δημοσίευμα της εφ. Τα Νέα στις 16 Οκτωβρίου 1997.

Δύο χρόνια μετά (Οκτώβριος 1999), ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμόν 1536/99 απόφαση έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης που είχε υποβάλει η υπεράσπισή της Σαμπανιώτη (συνήγορός της αναλάβει, πλέον, ο Γιώργος Παπαϊωάννου) και ακύρωσε την καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου. Το σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου στηριζόταν στο γεγονός ότι, ενώ η Σαμπανιώτη κατά τη διάρκεια της δίκης υποστήριξε πως την ημέρα που πρόσφερε τη δηλητηριασμένη ζύμη είχε δεχτεί νωρίτερα επισκέψεις άλλων ατόμων τα οποία ενδεχομένως να είχαν ρίξει το παραθείο εν αγνοία της, το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της επικαλούμενο την προανακριτική κατάθεσή της όπου δεν είχε αναφέρει τίποτα σχετικό, η οποία ωστόσο δεν είχε αναγνωστεί στο ακροατήριο. Λίγο καιρό μετά την εξέλιξη αυτή, ορίστηκε η επανάληψη της δίκης για τον Οκτώβριο του 2000.

Όπως ήταν φυσικό, η είδηση χαροποίησε ιδιαίτερα την Σαμπανιώτη, που παραχωρώντας μακροσκελή συνέντευξη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» και τη δημοσιογράφο Έ. Μαγιάση στις 7 Νοεμβρίου 1999, δήλωσε: «Περιμένω πώς και πώς την ώρα που θα φύγω μέσα από τη φυλακή. Περιμένω πώς και πώς τη στιγμή που θα ανοίξει η πύλη αυτού του σωφρονιστικού καταστήματος, για να αφεθώ ελεύθερη και δικαιωμένη. Είμαι και θα είμαι πάντα αθώα. Ο Θεός είναι μεγάλος, μεγαλόψυχος, και πιστεύω ότι θα κάνει το θαύμα του και για μένα τη δύστυχη που δεν έβλαψα στη ζωή μου ποτέ και κανέναν. […] Όλες οι συγκρατούμενές μου πανηγυρίζουν στη φυλακή για την αναίρεση της τελεσίδικης απόφασης».

Ακολούθως, αναφερόμενη στην «ουσία» της υπόθεσης υποστήριξε για μία ακόμα φορά πως ήταν εντελώς αμέτοχη στο γεγονός. «Εγώ δεν ήξερα τίποτα για το κακό. Μακάρι και να γνώριζα κάτι για να μπορούσε εξ αρχής να βοηθήσω τον εαυτό μου και να μην βρίσκομαι εδώ μέσα σ’ ένα κελί. Έκανα μία ζύμη και κάποιος θέλοντας, άγνωστο για ποιο λόγο, να με εκδικηθεί έκανε ό,τι έκανε» σημείωσε. «Όποιος έριξε το παραθείο στη ζύμη που είχα φτιάξει, το έπραξε για να προξενήσει ανεπανόρθωτο κακό στη δική μου οικογένεια. Στόχο είχαν εμένα και κανέναν άλλον από τους γείτονές μας. Εμένα, τις κόρες μου και τον άνδρα μου. Σε εμάς ήθελαν να κάνουν κακό. […] Έτσι, χωρίς εγώ να ξέρω κάτι για την εγκληματική ενέργεια, μοίρασα τη ζύμη που είχα ετοιμάσει στους γείτονές μου, όπως κατά διαστήματα το συνήθιζα. […] Μάλιστα, μία εβδομάδα νωρίτερα κάποιοι είχαν δηλητηριάσει και εμένα, αλλά στο παρά πέντε γλύτωσα, ως εκ θαύματος, βοηθούμενη από την γειτόνισσά μου Ειρήνη Κληματσά. […] Εμένα με είχε σώσει αυτή η συγχωρεμένη γυναίκα. Ήταν πάρα πολύ φίλη μου. Είχε έρθει σπίτι μου όταν βρέθηκα δηλητηριασμένη και μου έδινε γάλα. Τότε είχαν τα δύο αγόρια της για να με πάνε στο νοσοκομείο. Όμως, δεν κατάφεραν να με κατεβάσουν από το σπίτι γιατί ήμουν πολύ χάλια -σαν πτώμα- κι έτσι φώναξαν τον οικογενειακό τους γιατρό για να με βοηθήσει με φάρμακα. […] να αγιάσουν εκεί που είναι τώρα, εκεί που βρίσκονται (σ.σ.: η Ειρήνη Κληματσά και ο γιος της Αντώνης)».

φωτό 11Στη συνέχεια, απάντησε στην αιτίαση πως κίνητρό της ήταν η απόρριψη του προξενιού μεταξύ της κόρης της και του Αντώνη Κληματσά εκ μέρους της οικογένειας του δεύτερου, αναφέροντας: «Η μεγάλη μου κόρη ήταν τότε 16-17 ετών και ήταν ήδη αρραβωνιασμένη. Το άλλο το παιδί μου πήγαινε ακόμη στο σχολείο. Εγώ είχα όνειρα για τις κόρες μου. Ήθελα να τις σπουδάσω, όχι να τις παντρέψω. Όχι, δεν είχα όνειρα για γαμπρούς. Τι προξενιό, λοιπόν, να έκανα και με ποιον; Στόχος μου ήταν να μορφώσω τις κόρες μου, για να μπορούν να στέκονται άνετα στην κοινωνία. […] Τα όνειρα για τα κορίτσια μου πάνε δυστυχώς. Ήρθε το κακό και όλα σκορπίστηκαν, όλα ρημάξανε. […] Τα παιδιά μου με θέλουν σπίτι μας. Δεν θα ήθελαν τη μητέρα τους; Και οι δύο κόρες μου, μέρα και νύχτα, δεν ξέρουν πού βρίσκονται από τη λύπη τους, από το κακό που χτύπησε την οικογένειά μας».

Κατόπιν, περιέγραψε τις συνθήκες διαβίωσης στη φυλακή, αλλά και τα προσωπικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, τονίζοντας ότι «μόνον ο Θεός ξέρει πως βγάζω αυτή τη φυλακή. Τι να κάνω όμως; Ελπίζω ότι αυτή τη φορά θα δικαιωθώ. Μέσα στο κελί μου έχω οκτώ ολόκληρα χρόνια γεμάτα δάκρυα κάθε μέρα. Δεν έχω ησυχάσει εδώ μέσα ούτε μία ώρα. Κάνω υπομονή όμως. Πιστεύω ότι ο Θεός είναι μεγάλος. […] Είμαι μονάχη μέσα στο κελί μου. Μόνη μαζί με τις εικονίτσες μου. Αυτές με στηρίζουν, αυτές μου κρατάνε συντροφιά. […] Τις ώρες που τα κελιά είναι ανοικτά εργάζομαι όσο μπορώ περισσότερο. Δουλεύω στο ταπητουργείο της φυλακής το πρωί και τις υπόλοιπες κενές ώρες καθαρίζω και σφουγγαρίζω. Έχω, μέχρι στιγμής, 2.100 μεροκάματα. Τι να κάνω; Δεν γίνεται αλλιώς […]. [Όμως] έχω χάσει τα πάντα. Το σπιτικό μου, την υγεία μου. Υποφέρω από καρδιακή ανεπάρκεια, έχω και καρκίνο. Είμαι έρημη. Πάντως τα παιδιά μου και ο άντρας μου πιστεύουν στην αθωότητά μου». Βέβαια, ο άντρας της Σταύρος Σαμπανιώτης «είχε ρωτήσει κάποιον και του είπε ότι εγώ δεν πρόκειται ποτέ να βγω από τη φυλακή. Έτσι έκανε αγωγή διαζυγίου. Τι απέγινε, δεν γνωρίζω […]. Πάντως, εγώ δεν τον βλέπω εδώ και τέσσερα, ίσως και περισσότερα,

φωτό 12Καταλήγοντας, η Σαμπανιώτη υποστήριξε πως οι καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος της ήταν πεπλανημένες. «Επί καθημερινής βάσεως αναρωτιέμαι με ποια στοιχεία οι δικαστές και οι ένορκοι με έκριναν ένοχη και με καταδίκασαν σε ισόβια. Το ελάττωμά μου ίσως είναι η αγάπη μου για τον πλησίον. Ακόμη και η εμπιστοσύνη που έδειχνα προς όλους. Είναι γνωστό ότι άφηνα ξεκλείδωτη την πόρτα μου, έτσι ώστε να έχει πρόσβαση στο σπίτι μου κάθε φίλος ή εχθρός. […] Τα χέρια μου από τη στιγμή που γεννήθηκα μέχρι σήμερα είναι αθώα. Δεν πείραξαν κανέναν. Κι όμως βρίσκομαι σαν έρημο πουλί στο πουθενά. Από τότε που ήρθα σ’ αυτόν τον κόσμο και από τότε που γνώρισα τον εαυτό μου δεν θέλησα ποτέ το κακό κανενός ανθρώπου. Οι κακίες βρίσκονταν πάντα μακριά από μένα. Ο Θεός ας δικάσει αυτόν που έκανε το κακό εν αγνοία μου. […] Είμαι αθώα ψυχή. Αυτό θα το φωνάζω συνεχώς. Και αν πεθάνω και δεν έχω δικαιωθεί, η τελευταία εν ζωή επιθυμία μου θα είναι να γραφεί στο μνήμα μου πάνω ένα μεγάλο “γιατί”. Αυτό το ανεξήγητο “γιατί”. Βρίσκομαι άδικα στη φυλακή […]. Μακάρι να είχα φάει εγώ εκείνη τη ζύμη που μοίρασα στους γείτονες […]».

Η (τρίτη) δίκη και η αποφυλάκιση

Πάντως, η αισιοδοξία της Σαμπανιώτη δεν επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα. Στις 25 Οκτωβρίου 2000 το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθήνας, που επανεκδίκασε την υπόθεση, την έκρινε και πάλι ένοχη, επικυρώνοντας την πρωτόδικη ποινή (τρις ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη). «Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά είμαι αθώα» δήλωσε απογοητευμένη μόλις άκουσε την απόφαση, ενώ νωρίτερα απολογούμενη είχε ισχυριστεί πως το δηλητήριο στη ζύμη το είχαν ρίξει δύο γειτόνισσές της ή ο αρραβωνιαστικός της κόρης της που την αντιπαθούσε.

Μετά την τελεσίδικη απόφαση, η Σαμπανιώτη επέστρεψε στις γυναικείες φυλακές του Ελαιώνα Θήβας όπου το μεγαλύτερο διάστημα εργάστηκε για λογαριασμό της Κοινωνικής Οργάνωσης Υποστήριξης Νέων και Αποφυλακισμένων «Άρσις». Τον Ιανουάριο του 2011, το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο Θήβας έκανε δεκτή αίτησή της για υφ’ όρων απόλυση, λόγω της καλής συμπεριφοράς της στη φυλακή, των πολλών μεροκάματων που είχε κάνει, αλλά και της ευεργετικής διάταξης σύμφωνα με την οποία μετά το 65ο έτος της ηλικίας του κρατουμένου, κάθε ημέρα κράτησης υπολογίζεται διπλή.

φωτό 13Έτσι, μετά από 19 χρόνια εγκλεισμού, η 75χρονη πλέον Σαμπανιώτη αποφυλακίστηκε και λίγες μέρες αργότερα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ιστοσελίδα protothema.gr και στον δημοσιογράφο Φρ. Δρακοντίδη (δημοσιεύτηκε στις 22 Μαρτίου 2011), μίλησε για την περίοδο που πέρασε στη φυλακή: «Για μένα πάντοτε και όλες οι στιγμές ήταν οι χειρότερες της ζωής μου, γιατί δεν ήμουν εγώ για εκεί. Η καλύτερη στιγμή μου ήταν τώρα που έφυγα. Χαιρέτησα τον κόσμο με τον οποίο ήμουν τόσα χρόνια μαζί. Ήταν όλοι τους χαρούμενοι που επιτέλους έβγαινα» ανέφερε.

Επίσης, για μία ακόμα φορά επέμεινε στην αθωότητά της, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μετανιώνω. Εγώ με τη συνείδησή μου είμαι καλά. Δεν έχω κάνει κάτι για να μετανιώσω. Δεν ήμουν εγώ αυτή που έβαλε το δηλητήριο μέσα στα τηγανόψωμα. […] Εγώ γι αυτά τα ψέματα έχασα τόσα χρόνια από τη ζωή μου εκεί μέσα. […] Εγώ τόσα χρόνια μέσα στη φυλακή έχασα την υγεία μου. Ο Θεός το ξέρει. Δεν έκανα κακό, όχι. Δεν είχα τύψεις καθόλου. Μέρα νύχτα έκλαιγα και έλεγα: αν ήταν στη ζωή μου η κυρία Ειρήνη (σ.σ.: Κληματσά), εμένα εδώ μέσα δεν θα με άφηνε. […] Εγώ με τη συνείδησή μου είμαι καλά. Στεναχωριόμουν για αυτή τη γυναίκα και έλεγα ότι και η αδελφούλα μου να ήταν και παιδί μου να ήταν, τέτοιο πόνο δεν θα ένιωθα».

Η Μ. Σαμπανιώτη, μιλώντας στον συντάκτη του protothema.gr Φρ. Δρακοντίδη. Στο μέσον, ο συνήγορός της Γ. Παπαϊωάννου.
Η Μ. Σαμπανιώτη, μιλώντας στον συντάκτη του protothema.gr Φρ. Δρακοντίδη. Στο μέσον, ο συνήγορός της Γ. Παπαϊωάννου.

Σήμερα, η Σαμπανιώτη έχει εγκατασταθεί ξανά στο Περιστέρι, αλλά αυτή τη φορά σε διαφορετικό διαμέρισμα.

Τον Οκτώβριο 1994, η υπόθεση παρουσιάστηκε στη σειρά δραματοποιημένων ντοκιμαντέρ του τ/σ ΑΝΤ1 «Ανατομία ενός εγκλήματος». Το επεισόδιο είχε τίτλο «Δηλητήριο», την σκηνοθεσία είχε κάνει ο Γιάννης Λαπατάς και τον πρωταγωνιστικό ρόλο ερμήνευε η Χρυσούλα Διαβάτη. Λίγα χρόνια αργότερα, η υπόθεση μεταφέρθηκε εκ νέου στην τηλεόραση, αυτή τη φορά με αρκετές διαφορές σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, στην εκπομπή «10η εντολή» (τ/σ Alpha). Το επεισόδιο είχε τίτλο «Αρραβωνιάσματα» και στον πρωταγωνιστικό ρόλο εμφανιζόταν η Ναταλία Τσαλίκη.

Παλιότερες υποθέσεις

Πάντως, η πολύκροτη, όπως εξελίχθηκε, υπόθεση Σαμπανιώτη δεν ήταν η πρώτη του είδους της στην Ελλάδα. Ποινικές υποθέσεις με δράστες γυναίκες που διέπραξαν έναν ή περισσότερους φόνους χρησιμοποιώντας δηλητήριο είχαν κάνει σποραδικά την εμφάνισή τους ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι γνωστότερες -και πλέον χαρακτηριστικές της «κατηγορίας» αυτής- είναι οι υποθέσεις της Αλεξάνδρας Μέρδη και της Αικατερίνης Δημητρέα.

Ειδικότερα, στις 4 Δεκεμβρίου 1960, στο χωριό Άγιος Ανδρέας Μεσολογγίου συνελήφθη η 62χρονη Αλεξάνδρα Μέρδη με την κατηγορία ότι στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους είχε δηλητηριάσει, ρίχνοντας παραθείο στο φαγητό του, τον γαμπρό της Χρήστο Περβέντζα, 28 ετών, ο οποίος πέθανε λίγη ώρα αργότερα κι ενώ βρισκόταν στο χωράφι του. Ο Περβέντζας είχε παντρευτεί την κόρη της Μέρδη, Μαρία, και ζούσαν μαζί με το ζεύγος Μέρδη στο σπίτι τους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής, τρεις μήνες προ του εγκλήματος άρχισαν οι προστριβές μεταξύ του Περβέντζα και της πεθεράς του. Κατά την απολογία της στους αστυνομικούς και τον εισαγγελέα Μεσολογγίου, η Μέρδη είπε ότι διέπραξε το έγκλημα επειδή ο «σώγαμπρος», όπως αποκαλούσε το θύμα, «τους είχεν αποξενώσει τόσον αυτήν όσον και τον σύζυγόν της» (εφ. Μακεδονία, 6 Δεκεμβρίου 1960), αν και ορισμένες άλλες πληροφορίες ανέφεραν πως στην πραγματικότητα πίσω από το έγκλημα κρύβονταν κληρονομικοί λόγοι.

Η αναγγελία της εκτέλεσης της Αλεξ. Μέρδη, στην εφ. Μακεδονία, την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 1962.
Η αναγγελία της εκτέλεσης της Αλεξ. Μέρδη, στην εφ. Μακεδονία, την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 1962.

Η δίκη για την υπόθεση πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο Αμαλιάδας, το οποίο έκρινε την Μέρδη ένοχη χωρίς ελαφρυντικά και την καταδίκασε στην θανατική ποινή. Η κόρη της Μαρία, που κατηγορούνταν για συναυτουργία, αθωώθηκε, εντούτοις η απόφαση αυτή κηρύχθηκε ως πεπλανημένη, με αποτέλεσμα η δίκη να επαναληφθεί μερικούς μήνες μετά στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας. Το δικαστήριο καταδίκασε εκ νέου την Μέρδη σε θάνατο και καταδίκασε την κόρη της σε κάθειρξη 15 ετών, πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και χρηματική ποινή 5.000 δρχ.

Η Μέρδη εκτελέστηκε στις 5.40’ το πρωί της 4ης Σεπτεμβρίου 1962, στον συνήθη τότε χώρο εκτελέσεων στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στον Υμηττό.

Συνεχίζεται

crime_and_punishment22

4 σκέψεις σχετικά με το “Η «φαρμακούλα» με τα τηγανόψωμα και οι γυναίκες-δηλητηριάστριες – ΙI”

  1. Καλησπέρα,
    σας διαβάζω καιρό και όλα τα άρθρα που ανεβάζετε είναι πάντα εξαιρετικά ενδιαφέροντα.
    Μια παράκληση, ένα άρθρο και για την δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη για την οποία στο διαδίκτυο δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα.

Σχολιάστε