Χ. Ντουφτ – Χ. Μπασενάουερ: Οι πιο «παραγωγικοί» serial killers στην Ελλάδα – I

«(…) Κίνητρό του δεν ήταν το χρήμα / Φονικό και λαχτάρα σκοπός /

Και που γράφω ετούτο το ποίημα / Ο αχός είναι ακόμη νωπός

Από αυτή τη θολή ιστορία / Απ’ την τόσο μοιραία σφαγή /

Απ’ το αίμα που χάθηκε αναίτια / Κι απ’ του κόσμου την κατακραυγή (…)»

Τάσος Δενέγρης: «Επιτάφιος για τον μισητό φονιά Ντουφτ»

(7/3/1979)

photo-01Η εγκληματική δράση των δύο 31χρονων Γερμανών Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ, την άνοιξη του 1969, εγκαινίασε ένα εντελώς νέο κεφάλαιο στην ελληνική εγκληματολογική ιστορία. Σε μια εποχή που στην Ελλάδα το ποινικό έγκλημα συνδεόταν κυρίως με «λόγους τιμής» ή κτηματικές διαφορές, οι δύο Γερμανοί με τις πέντε ληστείες, τους έξι φόνους και τον έναν βαρύτατο τραυματισμό που διέπραξαν σε διάστημα μόλις 40 ημερών μετέβαλαν βίαια και οριστικά τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την έννοια του εγκλήματος. Αν και εκείνη την περίοδο οι πράξεις τους χαρακτηρίστηκαν από τυπικής (νομικής) άποψης ως ληστείες μετά φόνων, η σύγχρονη εγκληματολογική αντίληψη τούς εντάσσει στην κατηγορία των κατά συρροή δολοφόνων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον αριθμό των θυμάτων, τον τρόπο δράσης τους και την δυσανάλογη ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ένταση των επιθέσεών τους.

Σαράντα χρόνια μετά, ο Γιάννης Ράγκος φέρνει ξανά στην επικαιρότητα την συνταρακτική αυτή υπόθεση, με το αστυνομικό του μυθιστόρημα «Μυρίζει αίμα» (εκδόσεις «Ίνδικτος»), αναπλάθοντας λογοτεχνικά την ιστορία και επιχειρώντας ταυτόχρονα την σκιαγράφηση της προσωπικότητάς των δύο δολοφόνων, που παραμένουν έως σήμερα οι πιο «παραγωγικοί» serial killers στα ελληνικά ποινικά χρονικά.

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν, προέρχονται από το μυθιστόρημα αυτό.


Βενζινάδικο στους Αγίους Θεοδώρους Θήβας – Ξημερώματα 6ης Μαρτίου 1969

(…) Ανάβει και σηκώνεται προς την τζαμαρία, εποπτεύοντας το πεδίο. Οι πρώτες ρουφηξιές του αφήνουν πικρή γεύση, αλλά πίσω από τον καπνό και από την κατεύθυνση της πόλης βλέπει να φτάνει ένα λευκό Βόλβο με δύο επιβάτες, τους οποίους πάντως δεν διακρίνει ακόμα. Με το βλέμμα, παρακολουθεί το αυτοκίνητο να πλησιάζει στο πρατήριο, μειώνοντας την ταχύτητα, και μετά να κόβει αριστερά, σταματώντας μπροστά στις αντλίες. Ο Πούλης μορφάζει με ικανοποίηση και σβήνει στα γρήγορα το τσιγάρο στο τασάκι, ενώ ο Καναρός βγαίνει βιαστικά από το πρατήριο και πλησιάζει το σταματημένο αυτοκίνητο. Ο Χέρμαν του κάνει νόημα να γεμίσει το ρεζερβουάρ. Ο Καναρός δεν δίνει σημασία στον μελαχρινό επιβάτη και βάζει την μάνικα στη θέση της, ενώ την ίδια στιγμή πλησιάζει το αυτοκίνητο ο Πούλης, από την πλευρά του Χανς. Βλέπει τις στρατιωτικές στολές και στρώνει τη δική του πάνω στο σώμα.

«Καλημέρα συνάδελφοι… Μήπως πάτε προς την Χαλκίδα;» ρωτάει με αδημονία.

Στο πρόσωπο του Χανς σχηματίζεται η απορία. Σηκώνει τα φρύδια.

«Δεν καταλαβαίνω, τι θέλετε;» απαντά στα αγγλικά.

Ο Πούλης βήχει και επανέρχεται, με πρόχειρα αγγλικά.

«Μήπως πηγαίνετε προς την Χαλκίδα;»

Ο Χανς τον μετράει, αλλά δεν απαντά αμέσως. Στρέφεται στον Χέρμαν, που τρίβει τα χέρια του με νευρικότητα, αλλά με το πρόσωπο δείχνει πως συναινεί. Ο Χανς επιστρέφει στον στρατιώτη, με ύφος που δεν σηκώνει αντίρρηση.

«Συγνώμη φίλε. Πάμε στην Αθήνα και βιαζόμαστε».

Ο Πούλης οπισθοχωρεί μερικά βήματα και την ίδια στιγμή ο Καναρός έχει μόλις γεμίσει το ρεζερβουάρ και φτάνει στο παράθυρο του Χέρμαν. Τρίβει τον αντίχειρα και τον δείκτη του μπροστά στο πρόσωπο του και μετά λέει: «Φάϊβ ντόλαρς, σερ».

Το εσωτερικό από το πρατήριο βενζίνας της Θήβας
Το εσωτερικό από το πρατήριο βενζίνας της Θήβας

Ο Χέρμαν γνέφει στον Χανς κι αυτός βγαίνει από το αυτοκίνητο, ακολουθώντας τον Καναρό στο εσωτερικό του πρατηρίου. Ο Πούλης μένει στο κρύο, με την ανάσα του να σχηματίζει συννεφάκια που εξαφανίζονται στη στιγμή. Ανταλλάσσει ματιές με τον Χέρμαν, ο οποίος κτυπά με ρυθμό το χέρι του στο τιμόνι και παράλληλα βλέπει από τη θέση του τον Χανς να έχει φτάσει μπροστά στο ταμείο.

Ο Χέρμαν βάζει το μαχαίρι των 18 εκατοστών στη μέση του και με γρήγορες κινήσεις αρπάζει την καραμπίνα από το πίσω κάθισμα. Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει, τη στιγμή που ο Πούλης δεν τον κοιτάζει πια, διότι έχει στρέψει το βλέμμα στο βάθος του δρόμου. Ο Χέρμαν οπλίζει κι ο ήχος αυτός κάνει τον Πούλη να στραφεί ξανά προς την πλευρά του. Όμως, δεν κοιτάζει το πρόσωπο του Χέρμαν, που έχει γίνει σκληρό και κρύο σαν πάγος, αλλά την κάνη της γουίντσεστερ 30-30 που τον σημαδεύει.

«Μέσα!» φωνάζει στα αγγλικά ο Χέρμαν.

Ο Πούλης τα χάνει, σηκώνει ενστικτωδώς τα χέρια, αλλά δεν κάνει βήμα.

«Μέσα, μπάσταρδε» λέει, ξανά, ο Χέρμαν και κουνάει το όπλο μπροστά στην μούρη του άλλου. Ο Πούλης οπισθοχωρεί και παρά τη χαμηλή θερμοκρασία κάποια σταγονίδια ιδρώτα εμφανίζονται στο μέτωπό του. Με τα χέρια στο σβέρκο και τον Χέρμαν πίσω του μπαίνουν στο γραφείο.

Στην πλάτη τους, κι ενώ βρέχει στην οδό Αυλίδος, ένα αγροτικό αυτοκίνητο προσπερνά το πρατήριο με κατεύθυνση την Θήβα, ενώ στο εσωτερικό ο Καναρός τα χάνει βλέποντας την εικόνα που παρουσιάζει ο Πούλης, αλλά κυρίως τον οπλοφόρο Χέρμαν. Ο μόνος που δεν εκπλήσσεται από την εξέλιξη αυτή, είναι ο Χάνς, ο οποίος σπρώχνει τον εμβρόντητο υπάλληλο δίπλα στον στρατιώτη και αμέσως μετά περνά πίσω από το ταμείο.

«Τι γίνεται, γαμώτο;» λέει ο Καναρός, αλλά η φωνή του έχει χαμηλώσει σε ψίθυρο.

Επικρατεί ένας ασυνήθης θόρυβος κι έτσι ο Γκιζίκης ανοίγει το ένα του μάτι, έτοιμος να διαμαρτυρηθεί. Όμως, βλέπει τον Καναρό και τον Πούλη με σηκωμένα τα χέρια, έναν ξανθό τύπο με στρατιωτική στολή να κρατά προς το μέρος τους μια καραμπίνα και έναν ακόμα μελαχρινό άντρα με στολή να παίρνει το συρτάρι με τις εισπράξεις και να βγαίνει κι έτσι ξυπνά απότομα αλλά βγάζει τον σκασμό.

Πράγματι, ο Χανς τρέχει προς το Βόλβο με το συρτάρι στα χέρια. Δεν το γνωρίζει ακόμα, όμως σε αυτό το συρτάρι βρίσκονται σε κέρματα και χαρτονομίσματα περίπου 12.000 δραχμές. Μπαίνει φουριόζος στη θέση του οδηγού και ακουμπά το συρτάρι στο πίσω κάθισμα. Όταν κοιτάζει ξανά προς το γραφείο, βλέπει τον Χέρμαν να πυροβολεί τον Πούλη.

Στο εσωτερικό, ο Πούλης πέφτει ανάσκελα στο πάτωμα με σπασμούς. Η σφαίρα τον έχει πετύχει στο στήθος κι ένας βαρύς ρόγχος αντικαθιστά την ανάσα του, αλλά προλαβαίνει να φέρει το αριστερό χέρι στην πληγή, ενώ πηχτό αίμα αναβλύζει στα δάκτυλά του.

Ο Πούλης δεν έχει πεθάνει ακόμα, όταν σχεδόν ταυτόχρονα συμβαίνουν τα εξής: ο Γκιζίκης πετά την κουβέρτα που τον σκέπαζε και κρύβεται κάτω από το ράντζο πίσω από τις συσκευασίες με τα λάδια, ο Χανς επιστρέφει στο εσωτερικό του γραφείου με μάτια διάπλατα από την έκπληξη, ενώ ο Χέρμαν οπλίζει ξανά και πυροβολεί στον λαιμό τον Καναρό, ο οποίος στην αρχή τρέμει ελαφρώς, ύστερα το αίμα απλώνεται στα ρούχα του,  ψελλίζει ένα αργόσυρτο «Ωχ, μανούλα μου» και κατόπιν πέφτει μπρούμυτα πάνω στο σώμα του στρατιώτη.

Ο Χανς έχει εκπλαγεί τόσο, ώστε προς στιγμή ξεχνά πως πρέπει να μιλήσει στα αγγλικά.

«Τι κάνεις εκεί;» προφέρει στα γερμανικά, αλλά δεν συνεχίζει γιατί ο Χέρμαν τον κόβει στα γρήγορα.

«Μάζεψε τους κάλυκες! Μην καθυστερείς!»

Ο Χάνς είναι ταραγμένος και αντιδρά καθυστερημένα,  αλλά ο Χέρμαν, ο οποίος ξέρει τι κάνει, πλησιάζει το σύμπλεγμα των δύο αντρών που βογκούν υπόκωφα, ενώ το αίμα τους απλώνεται ήδη στο πλαστικό δάπεδο. Ο Χανς αποφεύγει να κοιτάξει την ώρα που ο άλλος βυθίζει το μαχαίρι μερικές φορές στον λαιμό, τα πλευρά και την κοιλιά των δύο αντρών, οι οποίοι πεθαίνουν λίγα δευτερόλεπτα μετά.

photo-03

Τα σημάδια από τους πυροβολισμούς και τις μαχαιριές που δέχτηκαν τα δύο πρώτα θύματα της επίθεσης στο βενζινάδικο της Θήβας
Τα σημάδια από τους πυροβολισμούς και τις μαχαιριές που δέχτηκαν τα δύο πρώτα θύματα της επίθεσης στο βενζινάδικο της Θήβας

Στο μεταξύ, ο Χανς έχει εντοπίσει τον έναν κάλυκα -έχει γλιστρήσει κάτω από το τραπεζάκι με το ταμείο- και ο Χέρμαν σκουπίζει το μαχαίρι στα ρούχα των θυμάτων.

«Τους βρήκες;» ρωτάει τον άλλον.

«Μόνον τον έναν. Δεν ξέρω πού στο διάβολο είναι ο άλλος».

Ο Χέρμαν με την καραμπίνα στο δεξί του χέρι πάει ως την πόρτα, ελέγχοντας με προσοχή τον δρόμο. Σκέφτεται πως το Βόλβο, μπροστά στις αντλίες, ίσως τραβήξει την προσοχή.

«Χεσ’ τον κάλυκα» σφυρίζει ανυπόμονα στον Χανς. «Πάμε να φύγουμε!»

Ο Χανς ανασηκώνεται και πάει κοντά του.

«Κι αν τον βρουν;»

«Παράτα τον, σου λέω. Ας τον βρουν».

Είναι η στιγμή, που ο Γκιζίκης, τρέμοντας από τον φόβο του, μετακινεί ελαφρά το ράντζο κι αυτό βγάζει έναν σφύριγμα σαν τενεκές που σέρνεται στο πάτωμα. Ο Χέρμαν πιάνει από το μπράτσο τον Χανς και αμέσως μπαίνει σε σκέψεις.

«Πήγαινε στο αυτοκίνητο και άναψε την μηχανή».

Ο Χανς, με τον κάλυκα στο χέρι, βγαίνει τρέχοντας προς το Βόλβο. Ο Χέρμαν κάνει μερικά βήματα, ώσπου φτάνει πάνω από το ράντζο. Με το πόδι το σπρώχνει στην άκρη. Ένα δοχείο με λάδι πέφτει από το ράφι και το περιεχόμενό του αδειάζει στην κουβέρτα και τον μουσαμά, αλλά αυτό ελάχιστα ενδιαφέρει τον Χέρμαν, διότι έχει στραμμένη την προσοχή του στον αποσβολωμένο Γκιζίκη, ο οποίος δεν ξέρει τι ακριβώς πρέπει να κάνει. Από την δύσκολη θέση τον βγάζει ο Χέρμαν, που τον πυροβολεί δύο φορές. Σε εκείνη τη γωνία του δωματίου, οι πυροβολισμοί αντηχούν σαν μικρές εκρήξεις. Η μία σφαίρα σταματά στον πνεύμονα και η άλλη θρυμματίζει τη δεξιά ωμοπλάτη του Γκιζίκη, ο οποίος τινάζεται βίαια πίσω, κάνει γκελ στον τοίχο και επιστρέφει στο πάτωμα με τα πλευρά. Ο Χέρμαν υπερφαλαγγίζει το ράντζο και τον μαχαιρώνει δυο φορές στην πλάτη. Ύστερα, τραβιέται γρήγορα και αφού κατοπτεύει βιαστικά το γραφείο και τα τρία ματωμένα σώματα, βγαίνει με μεγάλο διασκελισμό και μπαίνει στην θέση του συνοδηγού του Βόλβο, η μηχανή του οποίου μαρσάρει.

Το ράντζο όπου δέχτηκε τους πυροβολισμούς και τις μαχαιριές το τρίτο θύμα της επίθεσης στη Θήβα
Το ράντζο όπου δέχτηκε τους πυροβολισμούς και τις μαχαιριές το τρίτο θύμα της επίθεσης στη Θήβα

«Πάμε! Πάμε!» ουρλιάζει στον Χανς και πετά την καραμπίνα και το μαχαίρι στο πίσω κάθισμα.

Κρατώντας ασταθώς το τιμόνι, ο Χανς κάνει έναν νευρικό ελιγμό και βγαίνει στο δρόμο με κατεύθυνση την Αθήνα, επιταχύνοντας ως τα 110 χιλιόμετρα. Το λευκό Βόλβο Ρ 130 του 1966 με τους δύο επιβάτες, αφήνει πίσω την Θήβα και βυθίζεται στο σκοτάδι και την βροχή. (…)

photo-06Έπαυλη στη Βούλα Αττικής – Μετά τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1969

(…) Ο Χανς χάνεται στο εσωτερικό της βίλας και ταυτόχρονα ο Ρενόπουλος ανοίγει την πόρτα, ψάχνοντας στο σκοτάδι για τον διακόπτη. Μια δέσμη φωτός πέφτει απότομα στα μάτια του και τον τυφλώνει.

«Ψηλά τα χέρια» του λέει μια στριγκή φωνή στα αγγλικά και σχεδόν αμέσως ο επιχειρηματίας διακρίνει μια καραμπίνα να τον σημαδεύει.

«Τι συμβαίνει;» ρωτά έκπληκτος.

Ο Χέρμαν ρίχνει τη δέσμη του φακού στο δάπεδο κι έτσι ο Ρενόπουλος μπορεί πλέον να τον διακρίνει. «Μην ανάψεις το φως!» λέει, ξανά, ο Χέρμαν.

«Ποιος είσαι; Τι θέλεις;» εξακολουθεί να απορεί ο Ρενόπουλος, καθώς ακόμα δεν είναι σε θέση να ταιριάξει όλα τα κομμάτια της εικόνας που διαμορφώνεται.

«Σήκωσε τα χέρια σου! Και μην σκεφτείς να ζητήσεις βοήθεια» τον κόβει ο Χέρμαν.

Ο Ρενόπουλος υπακούει και μια βαθιά ρυτίδα σχηματίζεται ανάμεσα στα φρύδια του. Ο Χέρμαν φέγγει προς το βάθος του σαλονιού.

«Γρήγορα. Στην κουζίνα. Μην βγάλεις τσιμουδιά!»

Ο Ρενόπουλος κινείται προς το μέρος που του υποδεικνύει ο Χέρμαν, σκοντάφτει μια δυο φορές στα έπιπλα και τελικά καταφέρνει να περάσει στην κουζίνα, όπου περιμένει με μια δόση έντασης ο Χανς. Ο Ρενόπουλος προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι σπουδαία,  καθώς έχει χάσει τη φωνή του.

«Αν θέλετε λεφτά, στο σπίτι δεν έχω. Πάρτε το πορτοφόλι μου» ψιθυρίζει στο τέλος.

Ο Χέρμαν τον κόβει με ένα «Σκάσε!» και του κάνει νόημα να κατεβάσει τα χέρια. Ύστερα τραβά το σακάκι του επιχειρηματία ως τους αγκώνες και τον ακινητοποιεί. Λέει στον Χανς: «Ψάξ’ τον!» και κολλά την καραμπίνα στην πλάτη του άλλου. Στο σακάκι του επιχειρηματία, ο Χανς βρίσκει την κλειδοθήκη και στην πίσω τσέπη του παντελονιού το πορτοφόλι του, ενώ οι άλλες τσέπες είναι άδειες. Ο Ρενόπουλος κάνει την τελευταία του προσπάθεια:

«Δεν έχω άλλα χρήματα. Σας λέω την αλήθεια!»

Ο Χέρμαν Ντουφτ (αριστερά) και ο Χανς Μπασενάουερ
Ο Χέρμαν Ντουφτ (αριστερά) και ο Χανς Μπασενάουερ

Ο Χέρμαν προσπερνά τις διαβεβαιώσεις του Ρενόπουλου και τού ρίχνει μια λοξή ματιά, καθώς μετρά τις επόμενες ενέργειές του. Όταν καταλήγει, αφήνει την καραμπίνα στον Χανς και βγαίνει δίχως να πει λέξη. Μένοντας στην κουζίνα, ο Χανς και ο Ρενόπουλος κοιτάζονται για μια αιωνιότητα, αλλά δεν βγάζουν τον παραμικρό θόρυβο. Ο Χέρμαν επιστρέφει με ένα μεγάλο ξύλο από κορμό ελιάς, που έχει πάρει από το τζάκι. Το αφήνει στο τραπέζι, ανάμεσα στους άλλους δύο και αρπάζει ξανά την καραμπίνα. Τους κοιτά με τη σειρά, έχοντας πάρει σκυλίσιο ύφος, ενώ η φωνή του έχει τώρα μια οξύτητα, που δεν είχε προηγουμένως: «Χανς… Σκότωσέ τον!»

Το σαγόνι του Χανς σφίγγεται, ενώ ο Ρενόπουλος, χάνοντας και την τελευταία σταγόνα ελπίδας, πέφτει στα γόνατα εντελώς ανίσχυρος.

«Σας παρακαλώ… Λυπηθείτε με. Πάρτε ό,τι θέλετε, μόνο μην με σκοτώσετε». Ο τόνος του δεν είναι πειστικός, αλλά ο Χανς διακρίνει σ’ αυτόν ένα σημαντικό μερίδιο αλήθειας.

Ο Χέρμαν επιμένει: «Κτύπα τον με το ξύλο. Μην κάνεις σαν γυναικούλα».

Ο Χανς αναμετριέται με τα μάτια του Χέρμαν για μερικά δευτερόλεπτα, κατά τη διάρκεια των οποίων ακούγεται μόνο η αγχώδης ανάσα του Ρενόπουλου κι ύστερα, τελείως ξαφνικά, αρπάζει το ξύλο με τα δύο χέρια και φωνάζοντας «Σκάσε, επιτέλους!» κτυπά τον επιχειρηματία στο κεφάλι. Αυτός πέφτει πάνω στη μύτη του, αλλά ζει ακόμα. Η περούκα έχει φύγει από το κεφάλι του, τσουλώντας στην άκρη του δωματίου. Ο Χανς σκύβει πάνω του και τον κτυπά για δεύτερη φορά, πιο δυνατά. Ο Ρενόπουλος βογκά, το πρόσωπό του έχει γεμίσει αίματα και σάλια. Ο Χέρμαν τραβιέται πίσω, με τον επιχειρηματία στα πόδια του, αλλά το πρόσωπό του μένει ακίνητο.

«Αποτελείωσέ τον!» προτρέπει τον Χανς, αλλά αυτός δεν ακούει πια, μόνο ενστικτωδώς κατεβάζει επανειλημμένως το ξύλο στο γυμνό κρανίο και το σώμα του Ρενόπουλου, που από ώρα έχει σταματήσει να ανασαίνει. Στο τέλος, ο Χανς αφήνει το ξύλο στο πάτωμα και πέφτει αποκαμωμένος στην καρέκλα πίσω του, απελευθερώνοντας το κεφάλι από την κάλτσα. Μια έκρηξη αίματος και εγκεφαλικής ουσίας έχει γεμίσει το πάτωμα και τα ρούχα του Χανς, εντούτοις ο Χέρμαν γελά ικανοποιημένος.

«Έτσι μπράβο. Φέρθηκες σαν άντρας!»

Τραβά την κάλτσα και σκύβει για να περιεργαστεί καλύτερα το πτώμα του επιχειρηματία.

«Τον γάμησες αληθινά, Χανς. Του έκανες το κεφάλι κομμάτια» σφυρίζει εγκωμιαστικά μέσα από τα δόντια του.

Ο άλλος ανασαίνει γρήγορα για να οξυγονώσει το σώμα του και να πάρει νέο κουράγιο, αλλά ξαφνικά ένα αίσθημα ναυτίας ανεβαίνει από το στομάχι του και σχεδόν αμέσως ξερνάει φλέματα και γαστρικά υγρά στον νεροχύτη. (…)

photo-08

Συνεχίζεται

6 σκέψεις σχετικά με το “Χ. Ντουφτ – Χ. Μπασενάουερ: Οι πιο «παραγωγικοί» serial killers στην Ελλάδα – I”

  1. πωπω…!! οτι χρειαζομουν πρωι πρωι!! Lol
    περιμενω με ανυπομονησια το επομενο!!!

  2. Πολύ ενδιαφέρον και εξαιρετικά προσεγμένο site!

    Το βρήκα τυχαία και θα το παρακολουθώ μανιωδώς γιατί δίνω εξετάσεις φέτος κ θα επιχειρήσω να γίνω εγκληματολόγος οπότε αυτό είναι το φυσικό μου περιβάλλον!

    Συνεχίστε παιδιά δεν χορταίνω !

  3. πολυ ενδιαφερουσα ιστορια…δεν την ειχα ακουσει…….Περιμενουμε με αγωνια το ΙΙ μερος…..:) 🙂

  4. Den eixa akousei pote 3ana gia th sugkekrimmenh upo8esh. Profanws exeis xrhsimopoihsei kommatia tou vivliou gia na anaparasthseis thn upo8esh ka8ws kai tis metepeita kata8eseis twn drastwn. Alla pragmatika an ola osa grafeis exoun upo8ei me to tropo pou para8eteis mporw monaxa na fantasta, epoudeni na katanohsw, to diataragmeno psuxismo tou Xerman! O Xerman fenetai oti akolou8ouse ton «egkefalo» ths upo8eshs kai apodeiknue thn a3ia tou.Pragmatika oloi oi dolofonoi sthn Ellada eixan enan, estw akatanohta profanh logo gia thn pra3h tous. Oi sugkekrimenoi omws kai eidikotera o Xerman, nomizw oti drousan san pragmatikoi dolofonoi gia to «spor» perissotero para gia otidhpote allo.

Σχολιάστε