Ο Δημήτρης Μαμαλούκας στους δρόμους της αστυνομικής λογοτεχνίας

Της Νίνας Κουλετάκη

Ήταν ένα βράδυ του περσινού φθινόπωρου, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, που χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι.  «Ντολλ μου», είπε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, κάνοντάς με να αναγνωρίζω τον συνομιλητή μου πρώτα από αυτή την προσφώνηση και ύστερα από τη χροιά της φωνής του, «Ντολλ μου, ξέρουμε τίποτα για εγκλήματα με κάρτες ταρώ;».  «Δώσε μου λίγο χρόνο και θα μάθουμε», απάντησα.  Και ρίχτηκα με ενθουσιασμό στην έρευνα, γιατί ήξερα πως ο φίλος μου προετοίμαζε το επόμενο βιβλίο του.

Όταν γνώρισα τον Δημήτρη Μαμαλούκα δεν τον είχα διαβάσει.  Όταν, μάλιστα, συνειδητοποίησα πως έγραφε αστυνομικά μυθιστορήματα, με έπιασε ένας κόμπος στο λαιμό.  Γιατί η αστυνομική λογοτεχνία αποτελεί τη μεγάλη μου αγάπη, στην οποία εντρυφώ από την τρυφερή ηλικία των 11 ετών, όταν πρωτοδιάβασα Άγκαθα Κρίστι.  Μέχρι τα 13 την είχα εξαντλήσει.  Τα επόμενα χρόνια, μέχρι να φτάσω στα σημερινά, 48 μου, διάβασα τα άπειρα αστυνομικά, από μικρούς, μεγαλύτερους, γνωστούς και λιγότερο γνωστούς συγγραφείς, ξένους και έλληνες.  Ομολογώ ότι οι έλληνες δεν ήταν ποτέ η πρώτη επιλογή μου, τους έβρισκα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ανεπαρκείς και αδύναμους σε σχέση με τους αλλοδαπούς συναδέλφους τους.   Έτσι λοιπόν, ένοιωσα άβολα με το Μαμαλούκα, γιατί φαντάστηκα πως θα έπρεπε να τον διαβάσω και, χειρότερο, θα έπρεπε να πω και τη γνώμη μου.

Ξεκίνησα να διαβάζω Μαμαλούκα μουδιασμένη, από «υποχρέωση» στο φίλο που είχε ήδη γίνει.  Και βρέθηκα μπροστά σε μιαν αποκάλυψη.  Ο Μαμαλούκας ήταν καλός!  Ή μάλλον όχι:  ήταν ΠΟΛΥ καλός!  Κριτικός λογοτεχνίας δεν είμαι και ούτε φιλοδοξώ να γίνω.  Είμαι, μόνο, μια συνεπής βιβλιόφιλη αναγνώστρια και ως τέτοια μιλώ απόψε.  Το πρώτο βιβλίο του Δημήτρη που διάβασα ήταν «Ο μεγάλος θάνατος του Βοτανικού» και με συνεπήρε.  Ποτέ, μέχρι τότε, κάποιο βιβλίο έλληνα συγγραφέα δεν κατάφερε να με κάνει να το προβάλω στην οθόνη του μυαλού μου σαν ταινία.  Ο Μαμαλούκας με το συγκεκριμένο το κατάφερε.  «Έβλεπα» το βιβλίο να μεταμορφώνεται σε μια ταινία καταιγιστικής δράσης μπρος στα μάτια μου.  Βρισκόμουν μπροστά στον έλληνα Jean-Patrick Manchette.  Και ήμουν ενθουσιασμένη!  Ο Παύλος και ο Μιχάλης, τα δυο αδέλφια-πρωταγωνιστές του βιβλίου, σε παρασύρουν στους λαβυρίνθους της ψυχής και της σκέψης τους, σε βάζουν συνέταιρο στα σκοτεινά τους όνειρα.  Παρακολουθείς με κομμένη ανάσα τις διαρκείς ανατροπές της ιστορίας και νοιώθεις τη βία και το αίμα που την ποτίζει.

Στη συνέχεια διάβασα την «Απαγωγή του εκδότη».  Συνέλαβα τον εαυτό μου να μου λέει να μην είμαι ενθουσιώδης, να μην περιμένω πολλά, μπορεί το πρώτο να ήταν τυχαίο.  Διαψεύστηκα.  Τίποτα στη γραφή του Μαμαλούκα δεν είναι τυχαίο.  Έχει τη φαντασία, έχει την ικανότητα να δημιουργεί, έχει την «πένα».  Και καταφέρνει να συνταιριάζει και  τα τρία με τρόπο μοναδικό.  Στο βιβλίο παρακολουθούμε τον Πάολο Καστελίνι να προσπαθεί να επιτύχει τον κυρίαρχο σκοπό της ζωής του: να καταστρέψει την οικογένεια των Περούτσι, έτσι όπως εκείνοι ρήμαξαν τη δική του ζωή.

Όταν πήρα στα χέρια μου τη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», το ένστικτό μου έλεγε πως κρατάω κάτι πολύ καλό.  Αυτή τη φορά δεν διαψεύστηκα!  Το βιβλίο ήταν  ό,τι καλύτερο είχε γράψει ο Μαμαλούκας μέχρι τότε, και όλα όσα έχει γράψει είναι πολύ καλά.  Στην πλοκή του μπλέκονται δυο ιστορίες, φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους:  η ιστορία που ο τίτλος του βιβλίου μαρτυρά, η αναζήτηση των πολύτιμων βιβλίων μιας χαμένης βιβλιοθήκης, από καιροσκόπους, πραγματικά αγνούς βιβλιόφιλους αλλά και αδίστακτους τέτοιους, και η ιστορία της «Αντιτερατικής Ομάδας», μιας «συμμορίας» εκδικητών που δικάζει, καταδικάζει και εκτελεί βιαστές και δολοφόνους παιδιών και γυναικών.  Και με τον αριστουργηματικό, αφηγηματικό τρόπο του Μαμαλούκα, οι παράλληλες ιστορίες τελικά συγκλίνουν σε μια, που τη διαβάζεις με αμείωτο ενδιαφέρον και με κομμένη την ανάσα.

Το πρωτόλειό του, το «Όσο υπάρχει αλκοόλ, υπάρχει ελπίδα», το διάβασα τελευταίο, γιατί, καθώς ήταν εξαντλημένο, δεν έφτασε στα χέρια μου παρά όταν ο Δημήτρης μου χάρισε ένα αντίτυπο.  Το πρώτο βιβλίο του Μαμαλούκα, αν και όχι αστυνομικό, έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με το υπόλοιπο, πιο ώριμο, έργο του συγγραφέα.

Θεωρώ πως ο Δημήτρης Μαμαλούκας είναι ξεχωριστή και χαρακτηριστική περίπτωση στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας.  Καταφέρνει και συνδυάζει στα βιβλία του, πράγματα που μοιάζουν ασυμβίβαστα: μιαν αστυνομική ιστορία με σασπένς και ανατροπές με τη λογοτεχνική, αξιόλογη, γραφή, καθιστώντας ταυτόχρονα αισθητή την έρευνα που έχει προηγηθεί του όλου εγχειρήματος.

Η γραφή του Μαμαλούκα τον χαρακτηρίζει.  Φτιάχνει χαρακτήρες στέρεους, ολοκληρωμένες προσωπικότητες, καθόλου «χάρτινες».  Μας δίνει τόσα στοιχεία γι αυτούς, όσα μας είναι απαραίτητα για να βάλουμε τη φαντασία μας να δουλέψει και να «στήσουμε» τη ζωή τους.  Καθένας τους θα μπορούσε, άνετα, να είναι ο πρωταγωνιστής ενός άλλου μυθιστορήματος.  Το άλλο χαρακτηριστικό του Μαμαλούκα, αναφορικά με τους ήρωές του, είναι πως είναι εντελώς ανθρώπινοι, με πόθους και πάθη, ελλειμματικοί –ενίοτε- συναισθηματικά, προβληματικοί, παραβατικοί, υπέροχοι τελικά!

Ο Δημήτρης Μαμαλούκας έχει ζήσει χρόνια στην Ιταλία και την αγαπά.  Αυτό είναι εμφανές στην «Απαγωγή του εκδότη» και στη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα».  Οι περιγραφές των ιταλικών πόλεων σου δίνουν την εντύπωση πως δεν αποτελούν τις μνήμες ενός έλληνα φοιτητή εκεί, αλλά ενός Ιταλού, που βλέπει και περιγράφει τη χώρα του με μάτι αντικειμενικό μεν, τρυφερό δε.  Απόλυτα ρεαλιστική η περιγραφή των ιταλικών πόλεων, χωρίς –όμως- να στερείται μαγείας.  Από τις ωραιότερες περιγραφές πόλεων που έχω διαβάσει, αυτές της Ρώμης και της Βενετίας στη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα».  Δυο υπέροχες, μυθικές πόλεις, που περιγράφονται φθινόπωρο, γλυκές και υγρές, όπως οι γυναίκες, λίγο πριν ή λίγο μετά τον έρωτα.

Εκεί, όμως, που ο Μαμαλούκας πραγματικά θριαμβεύει, είναι η πλοκή.  Δυνατές ιστορίες, σφιχτοδεμένες, χωρίς κενά, με αληθοφανείς ανατροπές, γοητεύουν τον αναγνώστη, τον παρασύρουν στη δίνη τους και τον κρατάνε αιχμάλωτό τους, ακόμα και όταν το βιβλίο τελειώσει.  Ο Μαμαλούκας δίνει ιδιαίτερη σημασία στο «στόρυ».  Είναι ευλογημένος με μιαν αχαλίνωτη φαντασία αλλά και με την ικανότητα να την αποτυπώνει στο χαρτί.  Προσωπικά, θεωρώ την αστυνομική το δυσκολότερο είδος λογοτεχνίας, ίσως πιο δύσκολη και από την ποίηση.  Υπάρχει πολύς κόσμος που γράφει καλά, πόσοι όμως από αυτούς μπορούν, ταυτόχρονα με την καλή γραφή, να στήσουν μιαν ιστορία αστυνομικού παιχνιδιού, στέρεα δομημένη, χωρίς κενά που να μπάζουν νερά και με ανατροπές τέτοιες, που να σου καταρρίπτουν το προφανές και το ολοφάνερο?  Πολύ λίγοι, πιστέψτε με.  Και ο Δημήτρης Μαμαλούκας είναι ένας από αυτούς!

Ο Μαμαλούκας είναι ένας απενοχοποιημένος συγγραφέας, που δεν έχει πατήσει την «πεπονόφλουδα» του politically correct.  Όπως έχει πει και ο ίδιος, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να αφηγηθεί την ιστορία του και να περάσει καλά ο αναγνώστης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι χαρακτήρες του είναι εξωπραγματικοί.  Ακριβώς το αντίθετο:  στην πινακοθήκη των ηρώων του υπάρχουν οι πάντες,  από τους εκπροσώπους της μεγαλοαστικής και αστικής τάξης, μέχρι τους υπαλλήλους της μεσαίας και τους φτωχοδιάβολους του λούμπεν προλεταριάτου, χωρίς να αμελεί και τους μετανάστες, ιδιαίτερα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας μας.  Απλά δεν τον ενδιαφέρει να κάνει λογοτεχνία με κοινωνικές εμβαθύνσεις και προεκτάσεις.  Θέλει μόνο «να λέει τις ιστορίες που έχει στο κεφάλι του».

Ο Μαμαλούκας είναι, όμως, και ένας εμμονικός συγγραφέας και οι εμμονές του είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού στα βιβλία του.  Αγαπά τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα ρολόγια, τα malt whiskey.  Όλα ακριβά.  Μη σας ξεγελά το κουλτουριάρικο ύφος του, κατά βάθος είναι ένας καπιταλιστής του χειρίστου είδους: του αρσενικού, που έχει φετίχ και του αρέσει να τα επιδεικνύει!

Υπάρχουν κι άλλες εμμονές, χαρακτηριστικές της πένας του: οι λεπτομερέστατες περιγραφές, ο κοφτός λόγος,  η εμμονή στη δημιουργία παραβατικών ηρώων (νομίζω πως μέχρι στιγμής δεν έχω βρει κάποιον αμιγώς θετικό χαρακτήρα στις ιστορίες του, με πιθανή εξαίρεση αυτόν του Άλντο στη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα»).  Και, βέβαια, ο εγκλεισμός, ο φυσικός καταρχήν, που υπάρχει παντού στα βιβλία του: στο μικρό διαμέρισμα του «Όσο υπάρχει αλκοόλ, υπάρχει ελπίδα», στο γκαράζ του «Μεγάλου θανάτου του Βοτανικού», στη θαλασσοσπηλιά της «Απαγωγής του εκδότη», στο υγρό υπόγειο της «Χαμένης βιβλιοθήκης του Δημητρίου Μόστρα».  Και ύστερα είναι και ο εσωτερικός, ο εγκλεισμός της ψυχής και του μυαλού των ηρώων του, που παραμένουν αιχμάλωτοι των δικών τους εμμονών.  Ο Δημήτρης του «Όσο υπάρχει αλκοόλ, υπάρχει ελπίδα», έχει εμμονή με το αλκοόλ και τη Χριστίνα,  ο Μιχάλης του «Μεγάλου θανάτου του Βοτανικού», έχει εμμονή με τη διοργάνωση της τέλειας ληστείας, ο Πάολο της «Απαγωγής του εκδότη», έχει εμμονή με την εκδίκηση, οι ήρωες –καλοί και κακοί- της «Χαμένης βιβλιοθήκης του Δημητρίου Μόστρα», έχουν εμμονή με τα βιβλία.

Και σήμερα έχουμε στα χέρια μας το πέμπτο βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα, το «Η μοναξιά της ασφάλτου».  Η Πόλη, ομιχλώδης, μουντή και σκοτεινή, σαν ένας γιγάντιος ιστός αράχνης, από τον οποίο παλεύουν να ξεφύγουν οι ήρωες του Μαμαλούκα: ο Πετράρχης, ο Τσίκης και η Στέλλα, η Δέσποινα και η Μιράντα, ο Αμίρ.  Πρόσωπα που ζουν στη μητρόπολη, αποξενωμένα, μοναχικά, περιχαρακωμένα στους εαυτούς και τα μυστικά τους, αδύναμα να αλλάξουν το πεπρωμένο τους.  «Η αδηφάγος Πόλη.  Χιλιάδες χιλιόμετρα βρόμικων δρόμων, στενών πεζοδρομίων, σκληρής ασφάλτου».  Η αφιλόξενη πόλη, η πόλη-δολοφόνος.

Σε εντελώς διαφορετικό ύφος από το προηγούμενο βιβλίο του, ο Μαμαλούκας αποδεικνύει πως μπορεί να γράφει όπως εκείνος θέλει και επιλέγει κάθε φορά.  Στη «Μοναξιά της ασφάλτου», ξανασυναντάμε την γρήγορη, ασθμαίνουσα, κινηματογραφική γραφή του, αυτή που σε κάνει να βλέπεις το βιβλίο που διαβάζεις σαν ταινία.  Πιο νουάρ η ατμόσφαιρα εδώ απ’ ότι αυτή του «Μεγάλου θανάτου του Βοτανικού», περισσότερες οι σκηνές δράσης και πρωταγωνιστής η Πόλη, στους δρόμους της οποίας τρέχουν τα αυτοκίνητα των ηρώων, ενώ η μουσική, άλλος ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, ξεχύνεται από τα ανοιχτά τους παράθυρα.

Θα τελειώσω με το εξής.  Ρωτήθηκα πριν λίγο καιρό για το ποιοι είναι οι αγαπημένοι μου συγγραφείς.  Απάντησα πως είναι αυτοί που καταφέρνουν να συνδυάσουν τη λογοτεχνία με την αστυνομική πλοκή και καταλήγεις να τους θαυμάζεις για την ποιότητα της πρώτης.  Μπορώ, λοιπόν, να πω χωρίς επιφύλαξη πως ο Δημήτρης Μαμαλούκας είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς.

(Εισήγηση για την εκδήλωση για τον Δημήτρη Μαμαλούκα της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, στις 24.11.2008, στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων.   Η δεύτερη φωτογραφία είναι από την παρουσίαση του βιβλίου «Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», που έγινε στο Πνευματικό Κέντρο Κορωπίου στις 10.6.2007)


Σχολιάστε